Ἀλεξάνδρα Παπαδοπούλου – «Διηγήματα»1908
Πέρσι τὰ ἐγγόνια στὴν πρωτοχρονιὰ τῆς ἔβαλαν δόντια τῆς γιαγιᾶς καὶ λάμπουν τώρα ὁλόασπρα μέσα ἀπ’ τὰ ζαρωμένα, ξεφλουδισμένα ἄχρωμα χείλη.
Μὰ τὰ σβησμένα μάτια τῆς γιαγιᾶς δὲν καλοβλέπουν τὰ ἐργόχειρά της, τὰ πέντε ἐγγόνια, ποὺ τῆς τ’ ἄφησε μωρά, τόσα δὰ ἡ μακαρίτισσα ἡ μονάκριβή της κόρη…
Τὴν ἔκλαψε τότε καὶ τὰ δάκρυα ἔσβησαν τὰ μάτια της. Μὰ ὄχι μόνο δάκρυα, ὄχι.
Ἡ γιαγιὰ κατάλαβε πὼς ἔπρεπε τὰ παιδιὰ νὰ μεγαλώσουν, ἔνιωσε τὸ παράπονο τῆς ὑστερνῆς ματιᾶς τῆς κόρης της, τὸ ἔνιωσε καὶ πῆρε τὸ βελονάκι της στὴν ἀρχὴ μ’ ἕνα ζευγάρι γυαλιά, ὕστερα μὲ δυό, δούλευε ἐκείνη τὴν μπιμπίλα (τό κέντημα) τὴν πολυανθισμένη, ποὺ οἱ ξένοι, ποὺ ἔρχονταν νὰ περάσουν τὸ καλοκαίρι στὰ Θεραπειά (προάστιον τῆς Κων/λεως,ἐπὶ τοῦ Βοσπόρου) τὴν ἔβλεπαν κι ἔλεγαν, πὼς κι αὐτὴ ἡ ἐργασία εἶναι ἀλήθεια ἕνα ἀπ’ τὰ θαύματα τοῦ Βοσπόρου.
Γιατὶ στὸ Βόσπορο περισσότερο ἐργάζονται αὐτὸ τὸ ξακουστὸ ἐργόχειρο, ποὺ πολλὲς ἐργάτριες δόξασε, μα και που δὲν καλυτέρευσε τὴν τύχη τους.
Ὅπως σ’ ὅλα τὰ χαμόσπιτα, καὶ στῆς γιαγιᾶς τὸ σπίτι βλέπει κανεὶς μετάλλια τιμητικὰ ἀπὸ ἐκθέσεις.Καὶ λίγο – λίγο τὰ ἄνθη τῆς μπιμπίλας ἔκαμαν καὶ ἄλλα ἄνθη: τὰ ἐγγονάκια, καρποὺς ὡραίους.
Ὁ μεγαλύτερος, ἀφοῦ ἔμαθε τὰ γράμματα στὸ δημοτικὸ σχολεῖο,ἄρχισε νὰ καλλιεργῆ τὰ λίγα χωράφια τους, καὶ μὲ τίς φράουλες, ποὺ ἔστελνε στὰ ξένα, τὶς ἀνοικτόχρωμες φράουλες τὶς στρογγυλές, ἄρχισε νὰ διατηρῆ τὸ σπίτι· καὶ ἦταν καιρός, γιατὶ ἡ γιαγιὰ δὲν καλόβλεπε.
Καὶ τ’ ἄλλα ἐγγόνια ἔπαιρναν σειρά, καὶ τὸ μικρό, ποὺ τ’ ἄφησε ἡ μανούλα του βυζανιάρικο, ἔγινε κι ἐκεῖνο ἔξι ἑφτὰ χρονῶν ἀγόρι.Ἔμαθε καὶ νὰ διαβάζη ἀργὰ ἀργὰ τὰ μεγάλα γράμματα.
Πῶς τὴν ἀγαποῦσε τὴ γιαγιά! πῶς τὴν ἀγαποῦσαν ὅλοι. Πῶς τὴν καμάρωναν, σὰν ἔλεγε παραμύθια, καὶ πῶς χαίρονταν, σὰν τὴν ἔβλεπαν νὰ τρώη φουντούκια μὲ τὰ δόντια τὰ ὁλόασπρα.
Μὰ το μικρὸ εἶχε ἕνα σχέδιο καὶ δὲν ἔλεγε σὲ κανένα τίποτε.Φύλαλαγε νὰ ἔρθη ἡ ὥρα ἡ καλή.
Ὅταν ἡ γιαγιὰ τὸν ἔπαιρνε ἀπ’ τὸ χεράκι καὶ ἀνέβαινε τὸ δρόμο τοῦ Ζαρίφη, γιὰ νὰ πᾶν στὴν κρύα βρύση, τὸν ἄφηνε νὰ παίζη μὲ τὰ χαλίκια καὶ χανόταν καὶ γύριζε μὲ τὰ μάτια πιὸ κόκκινα καὶ χείλη πιὸ ξέθωρα.
Ἤξερε πὼς πήγαινε στὸ μνῆμα τῆς κόρης της νὰ κλάψη.Καὶ τὰ μάτια τῆς γιαγᾶς σὲ κάθε τέτοια ἐπίσκεψη ἔσβηναν πιὸ πολύ. Ὅταν γύριζεν ἀπ’ τὴν κρύα βρύση, δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ τοὺς πράσινους λόφους ἡ καημένη ἡ γιαγιά.
Οὔτε, ὅταν πήγαιναν στὴν Ἁγία Παρασκευή, μποροῦσε νὰ ἰδῆ τὸ Βόσπορο καὶ τὸ βουνὸ τοῦ Ἕλληνα, ποὺ παραφυλάγει ἐκεῖ στὸ ἄνοιγμα τῆς Μαύρης Θάλασσας νὰ καταπιῆ τὰ θεριά, ποὺ προβάλλουν ἀπ’ τὸ βοριά. Τίποτα ἡ γιαγιὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἰδῆ.
Καὶ ὅταν ὁ δεύτερος ἔγγονος μὲ τὴ γαλανόασπρη βαρκούλα φέρνη βράδυ – βράδυ περήφανος τὴ γιαγιὰ καὶ τὸ ἀδερφάκι του νὰ ἀναπνεύσουν τὸ μυρωμένο ἀγέρι, ἡ γιαγιὰ δὲν βλέπει τὸ εὔμορφο ἡλιοκαμένο πρόσωπο τοῦ ἐγγονοῦ.Καὶ τὸ μικρὸ πικραίνεται καὶ τῆς ζωγραφίζει ὅλα, μὰ ἔχει καὶ τὸ σχέδιό του.
Ὁ μεγάλος ἀδερφός, ὁ Μανόλης, ἀρραβωνιάστηκε μὲ τὴν εὐχὴ τῆς γιαγιᾶς.Τὶς Ἀποκριὲς θὰ ἔρθη ἡ νύφη νὰ ξεκουράση ἀπ’ τὸ νοικοκυριὸ τὴ γιαγιά.Μιλοῦνε τ’ ἀδέλφια καὶ γιὰ τὸ δῶρο τῆς νύφης, μιλοῦνε καὶ γιὰ τὸ δῶρο τῆς γιαγιᾶς, μιλοῦνε καὶ γιὰ τὸ δῶρο τοῦ μικροῦ· κοντεύει ἡ πρωτοχρονιά.Ὁ μικρὸς πετιέται, μὲ μάτια ὁλόλαμπρα.
– Γιὰ τὴ γιαγιά, ἐγὼ θὰ σᾶς μιλήσω. Ἐγὼ δῶρο δὲν θέλω. Πέρσι τῆς πήρατε δῶρα τῆς γιαγιᾶς δόντια. Φέτο… πέστε στὸ μεγάλο τὸ γιατρὸ καὶ ρωτῆστε, δὲν μποροῦνε τάχα αὐτοί, ποὺ κάνουνε δόντια, νὰ κάμουνε καὶ μάτια νὰ βλέπη ἡ γιαγιά μου;
Ἄχ! ὁλοένα σβήνουνε τὰ μάτια της. Σὲ λίγο, σᾶς τὸ λέω, καὶ τὸν ἥλιο δὲν θὰ βλέπη. Ἐμένα ὄχι φέτο πέτε μου μὴ μοῦ κάνετε δῶρο, ἂν τὰ μάτια εἶναι ἀκριβά,ποτὲ.
Καὶ ἄν οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦν νὰ τὰ κάμουν, ὁ Θεὸς μπορεῖ·νὰ τὴν πᾶτε στὴ Βαγγελίστρα νὰ τὴν κάμη νὰ βλέπη, γιὰ νὰ ἰδῆ ἐμένα, πὼς ἔχω τὰ χρυσὰ μαλλιὰ καὶ τὰ μάτια τῆς μητέρας μας, νὰ παρηγορηθῆ.
Τ’ ἀδέρφια δὲν εἶπαν τίποτα.Ἄνοιξε σιγὰ – σιγὰ ἡ θύρα˙ ἔτριξε τὸ πάτωμα απ’ τὸ βαρύ βῆμα τῆς γιαγιᾶς, καὶ σὰν νὰ εἶχε μάτια, ἴσια ἔτρεξε στὸ Γιωργάκη της, τὸν ἀγκάλιασε, τὸν φίλησε καὶ εἶπε:
– Μάτια μου… μάτια μου…
Πολλὰ χείλη τὸ λένε χαϊδευτικὰ «μάτια μου» μὰ τῆς γιαγιᾶς τὰ χείλη ἔχουν ἄλλη σημασία. Ναὶ «μάτια της!»
Ἔκανε τὸ σταυρό της, εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ καὶ χαρούμενη, νέα, μεταμορφωμένη, εἶπε δυνᾳτά:
– Θεέ μου, σ’ εὐχαριστὼ.
Ὅλοι ἔκλαιαν. Ἄχ, ἀπὸ τέτοια δροσερὰ γλυκὰ δάκρυα δροσίζονται τὰ μάτια…
Πηγή: oikohouse