Για την προσευχή του Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου Β΄
Ἀνοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται πνεύματος…
Ένα άλλο εκφραστικό παράδειγμα αυτής της προσευχητικής ελευθερίας μπορούμε να δούμε στον τρόπο με τον οποίο τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, ο γέροντας, συντετριμμένος από το γεγονός ότι η πίστη σβήνει στις καρδιές των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, διάβαζε το Τρισάγιο ως εξής: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος και Πιστός, ελέησόν μας». Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι αυτή η ελεύθερη δημιουργική διαδικασία του πατέρα Σωφρονίου γινόταν πάντα μέσα στο πλαίσιο της παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Γέροντας τιμούσε ως πολύτιμο αυτόν τον θαυμάσιο λειτουργικό της πλούτο, πολλά κείμενα του οποίου γνώριζε απ’ έξω. Έλεγε, ωστόσο, ότι στην εποχή μας πρέπει να γράφονται νέες προσευχές, αφού το Ευχολόγιο δεν καλύπτει πλέον όλες τις ανάγκες της εποχής μας. Συνθέτοντας νέες προσευχές, φρόντισε να αναζωογονήσει, να ανανεώσει το αίσθημα του προσευχόμενου λαού, που είχε αμβλυνθεί από τη συνεχή επανάληψη. Έτσι, για παράδειγμα, έγραψε «Πεντάδες» λειτουργικών προσευχών για την προετοιμασία για τη Θεία Κοινωνία, σύμφωνα με το σχήμα που βρήκε στον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Ιδού τι γράφει ο ίδιος για αυτές:
«Η ιδέα της στενότερης συμμετοχής του λαού στο τελούμενο (λειτουργικό) μυστήριο είναι αναμφίβολα σωστή. Προσωπικά θεώρησα χρήσιμο να το κάνω με έναν ελαφρώς διαφορετικό τρόπο. Συγκεκριμένα, στο σημείο όπου συνηθίζεται να διαβάζονται πρόσθετες προσευχές ή δεήσεις στη Λειτουργία, δηλαδή μετά το Ευαγγέλιο, έχω αρχίσει να προσθέτω μερικές δεήσεις και στη συνέχεια μια προσευχή που προετοιμάζει για το μυστήριο, προκειμένου να βοηθήσω τους παρισταμένους, πριν από την πιο σημαντική στιγμή του Λειτουργικού Κανόνα, να συγκεντρώνονται τόσο μέσα στον εαυτό τους όσο και σε ενότητα με τον Ιερέα. Σας στέλνω αυτά τα κείμενα. Έχω πέντε μέχρι στιγμής. Διαβάζω ολόκληρο το καθένα από αυτά στη Θεία Λειτουργία, αλλάζοντας τη σειρά για να τα διαφοροποιήσω λίγο. Το θέμα είναι ότι αν περιοριζόμαστε σε ένα κείμενο, αυστηρά σταθερό, τότε θα έπρεπε είτε να το επιμηκύνουμε πολύ είτε να χάσουμε πολλές από τις λέξεις που είναι γενικά επιθυμητές. Ακόμα και σε εμάς, στη μικρή μας εκκλησία, πρέπει να υπολογίζουμε τον χρόνο. Η Λειτουργία μας διαρκεί συνήθως δυόμισι ώρες… Επέτρεψα στον εαυτό μου να εισαγάγω αυτές τις προσευχές, οι οποίες, όπως βλέπετε, είναι φτιαγμένες από τα κείμενα άλλων λειτουργικών προσευχών, μυστικών και μη, προκειμένου να αναζωογονήσω την προσοχή, που μερικές φορές αμβλύνεται από την επανάληψη του ίδιου τύπου. Έχω και άλλες προσευχές, για τους τεθνεώτες, για τους ασθενείς και άλλες».
Ο γέροντας αντιμετώπιζε τον λόγο με μεγάλη προσοχή και ευλάβεια, γιατί αισθανόταν βαθιά τη δημιουργική δύναμη κάθε προσευχητικής ενέργειας που τελείται με τη δέουσα προσοχή και ένταση. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο ίδιος προσπαθούσε να προφέρει κάθε λέξη καθαρά και ευδιάκριτα, με πλήρη συνείδηση του τι έλεγε. Επέμενε να μην παραβλέπουμε την υπαρξιακή διάσταση της προσευχής, η οποία απευθύνεται στον Ένα, αληθώς Όντα Θεό, ούτε να την υποβαθμίζουμε σε μια απλή απαγγελία, αφού το κριτήριο της αληθινής προσευχής είναι η οδύνη της καρδιάς και το πένθος που φανερώνει ότι η προσευχή μας έχει φτάσει στο στόχο της. Ο ιερός και φοβερός αυτός χαρακτήρας κάθε προσευχητικής επίκλησης γινόταν ιδιαίτερα αισθητός, όταν έλεγε την Προσευχή του Ιησού. Εκφωνούσε τις λέξεις αργά, με ένταση, ως ταπεινό στεναγμό από την καρδιά, με την ευλαβική αίσθηση ότι ήταν το Όνομα Εκείνου που «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν». Συμβούλευε πάντοτε να διαβάζουμε τις προσευχές αργά, επαναλαμβάνοντας τα λόγια, κάνοντας παύσεις για να επιτρέψουμε στο πνεύμα της προσευχής να εισχωρήσει βαθιά και να αγγίξει την καρδιά: «Αν ο νους και η καρδιά σου είναι σε προσευχητική διάθεση όταν διαβάζεις τις Άγιες Γραφές, μείνε σε αυτή μέχρι να σταματήσει. Ο κανόνας είναι ο εξής: κάθε λέξη, κάθε θέση στην οποία ο νους και η καρδιά είναι ενωμένες στην ενιαία ζωή της μνήμης του Θεού δεν πρέπει να την αλλάζουμε μέχρι να κουραστεί ο νους ή η καρδιά ή το σώμα».
Ο γέροντας χρειαζόταν πολύ χρόνο για να διαβάσει μια μόνο προσευχή. Προτιμούσε γενικά τις σύντομες προσευχές, ως απελπισμένες καρδιακές κραυγές, και συμβούλευε να χωρίζουμε τις μεγάλες προσευχές σε επιμέρους προσευχές, παρόλο που υπάρχουν πολλές μεγάλες δικές του προσευχές, για το λόγο ότι η προσοχή μας δεν αντέχει την υπερβολική ένταση και χρειαζόμαστε διαλείμματα. «Όποιος μπορεί να προσεύχεται δύο ώρες καθαρά», έλεγε, «έχει αδιάλειπτη προσευχή. Δύο ώρες είναι το μέτρο των τελείων».
Ο γέροντας θεωρούσε πολύτιμη και απαραίτητη προϋπόθεση για την προσευχή και για τη χριστιανική ζωή γενικότερα την έμπνευση, στην οποία συχνά προσέφευγε στις ομιλίες του. Εννοούσε την κατάσταση εκείνη κατά την οποία στον προσευχόμενο αποκαλύπτεται εν Αγίω Πνεύματι η ακατάληπτη Εικόνα του Χριστού-Θεού, ο Οποίος με το άγιο κάλλος Του και την άμωμη τελειότητά Του έλκει με θέρμη την ψυχή να Του μοιάσει. Στην προσευχή, όπως και σε άλλες πτυχές της ζωής, η αρχή του ασκητή έγκειται στο να ανυψώσει τον νου και την καρδιά του ανθρώπου σε αυτόν τον τελικό στόχο, σε εκείνη την τελειότητα στην οποία όλοι καλούνται εν Χριστώ και η οποία εκφράζεται, σύμφωνα με τον Όσιο Σεραφείμ, στην «απόκτηση του Αγίου Πνεύματος». Ως εκ τούτου, ο πατήρ Σωφρόνιος θεωρούσε την αύξηση μέσα μας της γνώσης των τρόπων σωτηρίας και του ταπεινού πνεύματος της αγάπης του Χριστού ως κριτήριο για το ένα ή το άλλο έργο προσευχής. «Όταν μιλάτε στους ανθρώπους, μην μένετε σε μικροπράγματα. Πρέπει να τους βάζετε μπροστά σε βαθιά ερωτήματα. Αυτός είναι ο τρόπος να θεραπεύονται οι άνθρωποι: να τους δείχνουμε το αιώνιο φως του Λόγου του Χριστού».
«Το όλο νόημα της ζωής είναι να ζει ο νους και η καρδιά μας με τον Θεό. Ο Θεός να γίνεται η ζωή μας. Εκείνος μόνο αυτό αναζητάει. Γι’ αυτό δημιουργηθήκαμε, για να ζήσουμε τη ζωή Του, και σε όλη της την απεραντοσύνη κιόλας… Αυτός ο λόγος μπορεί να μας τρομάζει, όταν βλέπουμε την παρούσα ελεεινή κατάστασή μας. Αλλά έτσι είναι, και δεν πρέπει να χάνουμε αυτή την πίστη. Ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους είναι να μειώνουμε και να υποβαθμίζουμε την ιδέα του Θεού για τον άνθρωπο. Ο Θεός γνωρίζει κάθε μας πόνο, ακόμη και τον άδικο. Γνωρίζει και συμπάσχει μαζί μας. Πρέπει να δημιουργήσουμε «προσωπική» σχέση μαζί Του, σχεδόν «ανθρώπινη»… Ελπίζω να με καταλαβαίνεις. Καταλαβαίνεις ότι με αυτό εννοώ την εσωτερική, βαθιά προσωπική σχέση με τον Θεό. Επειδή ολόκληρος ο άνθρωπος καλείται στη ζωή εν Θεώ, δηλαδή όχι μόνο η ύψιστη ικανότητά του – το «πνεύμα», αλλά και οι αισθήσεις του – η «ψυχή», ακόμα και το σώμα του».
Εμπνευσμένος από ένα τέτοιο όραμα, ο άνθρωπος δεν δίνει σημασία στα μικρά πράγματα, έλεγε ο γέροντας, επειδή όλη του η προσοχή είναι προσευχητικά στραμμένη στον Χριστό και δεν μπορεί να αμαρταίνει. Τότε η ζωή κυλάει απλά, φυσικά, αλλά λόγω της προσευχητικής έντασης ταυτόχρονα αναμάρτητα και άγια. Χωρίς την έμπνευση, όμως, όλα είναι βαρετά, ανιαρά, νεκρά, και η αμαρτία δεν μπορεί να αποφευχθεί. Ο γέροντας έλεγε: «Η καρδιά του χριστιανού-μοναχού πρέπει να είναι σαν το ηφαίστειο. Αν την αγγίξεις λίγο, θα ξεχυθεί καυτή λάβα». Έτσι ήταν και με τον γέροντα. Καμιά φορά άρχιζε να λέει το «Πάτερ ημών», αλλά δεν μπορούσε να συνεχίσει, γιατί τον έπνιγαν τα δάκρυα.
Όπως όλη η ζωή του, έτσι και η προσευχητική εμφάνιση του γέροντα ήταν απλή, φυσική, δεν υπήρχε τίποτα το «θεατρικό» σ’ αυτήν, γιατί περισσότερο απ’ όλα αγαπούσε και εκτιμούσε την αγία μοναστική λιτότητα σε όλα και εκείνη τη βασιλική ελευθερία του πνεύματος, που δεν εξαρτάται από καμία εξωτερική περίσταση ή εξαναγκασμό. Η ζωή του πνεύματός του ήταν πράγματι κεκρυμμένη «σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ» και διαδραματιζόταν μέσα στην καρδιά. Μόνο τους τελευταίους μήνες της ζωής του μας αποκαλύφθηκε, και μόνο εν μέρει, πώς θρηνούσε τον αληθινό θρήνο της Γεθσημανή.
Λίγο πριν από το θάνατό του, ο γέροντας επαναλάμβανε συχνά: «Δεν έχω άλλα λόγια· τα έχω πει όλα στο Θεό». Και πράγματι, εκείνη την εποχή η προσευχή του υπερέβαινε τα όποια λόγια, που, όπως συμβαίνει με κάθε ανθρώπινο φαινόμενο, είναι περιορισμένα, και μετατρεπόταν σε «ανείπωτους αναστεναγμούς» της καρδιάς, σε σιωπηλή παράσταση του πνεύματός του, αιχμαλωτισμένου από το όραμα του Χριστού που προσεύχεται στη Γεθσημανή και ανεβαίνει στον Γολγοθά. Σε αυτήν την κατάσταση έφτανε στην αληθινή θεωρία, «τότε που οι ουράνιες πραγματικότητες γίνονται προφανείς για το πνεύμα μας». Και όταν η κατάνυξη ξεπερνούσε ένα όριο, τότε το ασθενικό, γερασμένο σώμα του μόλις και μετά βίας μπορούσε να αντέξει την επέλαση του κλάματος. Εκείνες τις στιγμές μπορούσε να πεθάνει από τον ακραίο πόνο.
Με μια τέτοια προσευχή, επαναλαμβάνοντας με δάκρυα τα λόγια: «Κύριε, δέξαι την ψυχή μου…», ο γέροντας Σωφρόνιος πέρασε από τον θάνατο στην αγέραστη ζωή εν τω Φωτί του αγαπημένου του Χριστού. Εμείς τώρα, καθώς έχουμε την ακλόνητη ελπίδα ότι ο γέροντας στέκεται με ανείπωτη ταπείνωση ενώπιον της Αγίας Τριάδας και, σύμφωνα με την υπόσχεσή του, πρεσβεύει για τον κόσμο, για τον οποίο τόσο καιρό και τόσο βαθιά θρηνούσε, ευγνώμονες για όλες τις «δεήσεις τε καὶ ἱκετηρίας μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς καὶ δακρύων» που προσέφερε στον Θεό για τον καθένα μας σε αυτή τη ζωή, υψώνουμε την προσευχή μας για αυτόν με κάθε ευλάβεια:
Μετά των αγίων ανάπαυσον, Χριστέ, τον όσιο δούλο Σου, και δια των ευχών του ελέησον ημάς και τον κόσμο Σου.
Αμήν.
12/6/2024
*Το κείμενο αποτελεί πρόλογο του βιβλίου με συλλογή προσευχών του γέροντος Σωφρονίου που εκδόθηκε στη Ρωσία το 2004: Архимандрит Софроний (Сахаров). Молитвенное приношение. М., 2004.
»»»»»» ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ ««««««