in , ,

Αντίλαλοι από το χωριό μας: «Η άνοιξη- η στάνη – το στανοπότι»

Αντίλαλοι από το χωριό μας: «Η άνοιξη- η στάνη – το στανοπότι»

Το χιόνι έλυωσε πια, πάει! Το αναλύσανε απουμέσα η ζεστασιά που ξεπήδησε από τα σπλάχνα της γης, κι απόξω οι απαλοζεστούλες αχτίδες του ήλιου.

Οι τρυφερές κορφές της χλόης ανυπόμονες αρχίσανε να ξεπετιούνται πρώιμα. Η γης μαλλιάζει σιγά σιγά και ντένεται στα καταπράσινα, ενώ το βουνό κοκκινίζει από το ροϊδάμι τουν πουρναριώνε που τα φύλλα τους, τρυφερά και ρουσοκκόκινα τώρα, όσο σφίγγουν και σκληραίνουνε, γίνονται βαθιπράσινα. Άνοιξη!…Ήρθε η Άνοιξη!…

Τα παιδιά τρέχουνε στους λόγγους, μαζώνουνε λουλούδια, ψάχνουνε για φωλιές, αφήνουνε χαρούμενες φωνές, που μοιάζουνε με τηρτηρίσματα αηδονιού,θυμώνουνε με ταναγέλασμα ταντίλαλου και φωνάζουνε πιο πολί, για να κουράσουνε τον άγνωστον αναγελαστή,μα στο τέλος κουράζουνται κείνα και, πέφτοντας στην τρυφερή χλόη, κοιμούνται, ενώ ο ανοιξιάτικος ήλιος τα ζεσταίνει, αντικατασταίνοντας την αγκαλιά της μάννας τους.

Τα χελιδόνια γυρίσανε στις παλιές τους φωλιές και γλυκοκηλαηδούνε, τα πρόβατα βελάζουνε χαρούμενα και παίζουνε χίλια τρελά παιγνίδια στο λιβάδι, οι πέρδικες με τα χαράματα αρχίζουν το εωθινό τους,ο βοσκός λαλεί με τη φλογέρα του, άλλος παρέκει τραγουδάει, οι λαγκαδιές αντιλαλούνε κ εν΄ακαθόριστο μουρμούρισμα, τραγούδι της τρελής χαράς και της αναγέννησης γιομίζει τον αέρα…

Τη ζηλεμένη τούτη συνέπαρση της ανοιξιάτικης χαράς την περικόβουνε τα γιομάτα φρίκιασμα, σαν κατάβαθο κρώξιμο κοράκου, δυνατά και ξερά τριζοβολήματα του δέντρωνε καθώς σουρνοβαλίζουνται μέσα στο βαθύ ρουμάνι κομμένα από τις δυνατές τσεκουριές του ξυλοκόπου,που αντιβουίζουνε χλιβερά και πονεμένα στα ριζοσπήλια και στα βράχια.

Φαίνεται να ναι το παραπονιάρικο βογγητιό του δέντρου, που, μόλις ένοιωσε μέσα το ανατρίχιασμα και φουρφουκιαστικόν αναπαλμό μιας καινούριας και τεράστιας ζωής, μόλις ο χυμός του, παγωμένος ως τώρα,αναλύθηκε σε μια ζωγόνα ζεστασιά και τα νιόθρεφτα φύλλα του αναταράχτηκαν από τη χλιαρή ανοιξιάτικη πνοή, το μοίρανε να πέσει από τάσπλαχνου του ξυλοκόπου το κοφτερό τσεκούρι…

Τα πράματα βγαίνουν από τα χειμαδιά και οι τσιοπάνηδες διορθώνουν τα στανοτόπια τους, γιατί όπου κι αν είναι θαρχίσει το τυροκομιό και πρέπει ναν τα χουν ούλα ετοιμασμένα.

Μέσα στο Ψηλό Τσιούμπι, κατάκορφα,σε μιαν αριομάδα του πυκνού δάσου, είχε το στανοτόπι του ο μπαρμπα Φώτης ο Ασημάκας, γέρος εβδομήντα χρονώνε.

Εκεί, κάτου από θεόρατα δέντρα, μοσκλιασμένα, λές και ζητάγανε να ντύσουνε περσότερο το γέρικο κορμό τους, ήτανε η στρούγκα που αρμέγανε τα πράματα, και γύρο γύρο οι βοροί που τα κλείγανε μέσα τη νύχτα, ούλα κουλουριαστά, καλοφτειασμένα, άλλα με μάντρες χτισμένες με μακρουλές πέτρες, κι άλλα με δυνατές φράχτες, μ΄ένα ή δύο στενά ανοίματα το καθένα, που τα κλείγανε- χώρια από τη στρούγκα που έμενε πάντοτε ανοιχτή- με μεγάλες αγκαθένιες τούφες.

Στη μέση ήταν η στρούγκα με τα στρογκολίθια της, τέσσερες τεσσεράγκωνες πέτρες στεριωμένες, δύο αποδώ και δύο αποκεί, στο μπροστινό άνοιμα της στρούγκας για να κάθονται οι αρμεχτάδες,και κοντά της δεξιά ήσαν ο τσάρκος και η παγανιά, όπου βάνανε τα γαλάρια πράματα (τα γεννημένα, κείνα πόχουνε γάλα κι αρμέγουνται): στον τσάρκο που ήτανε ψηλότερος τα γίδια, και τα πρόβατα στην παγανιά, που ήτανε χαμπηλότερη, όχι και τόσο στέρεη, με κλαριά για να ναι κινητή, ναν την αλλάζουνε και ναν την πηγαίνουνε και παρα πέρα για να φουσκιστεί ούλο το χωράφι.

Αριστερά, μακρήτερα από τη στρούγκα, για να μη βυζαίνουνε τα λιανώματα (τα βυζανιάρικα αρνοκάτσικα που δεν αποκόψανε ακόμα), κολλητά στο καλύβι, ήτανε το γαλάρι με μάντρα και φράχτη μαζί, στέρια φτειασμένο, για τα στέρφα, γίδια και πρόβατα αντάμα.

Μπροστά στη στρούγκα, λίγο σαν απόμερα, ήταν η θέση που μπήγανε χάμου στη γης τις τρεις λεβετόφουρκες΄ απάνου εβάνανε τα λεβετόξυλα κι απο κείνα κρεμάγανε το τυρί ή το λεβέτι με το γάλα.

Πιο πέρα ήτανε χτισμένο το τεντοτόπι, μικρό τετράγωνο χτίριο, όπου απλώνανε και στεριώνανε την τέντα και γινότανε πρόχειρη σκηνοκαλύβα για να πιθώνουνε τα χρειαζούμενα την ημέρα να μη σκάσουνε και σκιστούν από τη φλόγα του ήλιου, για να πήζουνε το τυρί και να βράζουνε και την μυντζήθρα.

Κοντά στην τέντα εστένανε το ζαρτσερό, ξύλο με πολλά τσιετάλια για να κρεμάνε τις καρδάρες, μεγάλα ξύλινα δοχεία που αρμέγουνε μέσα΄τη μέτρα, όμοιο, μα μικρότερο από την καρδάρα,για να μετράνε το γάλα που δανεικολογιόνται συναμεταξί τους΄ τον κούτουλα μονοκόματο ξύλινο αγγειό με μακριά νουρά- σα μεγάλη, πολί μεγάλη χουλιάρα- για να βγάνουνε γάλα από το λεβετι΄τα ταγάρια με το ψωμί και τον πητερό, μικρό αγγειό σα μπουκάλι, που ετοιμάζουνε μέσα σε δάφτονε την πητιά του τυριού, πριν τη ρήξουνε μέσα στο γάλα για να πήξει.

Στάριστερά ήτανε και η αρυά, που το νταλαγιόμα έρηνε το ήσκιο της στη στρούγκα.. Στη ρίζα της,λίγο πιο πέρα, έβγαινε το κεφαλόβρυσο: ό μπούρμπουλας.

Ξεπετιόταν από τη γης, όπως ο χόχλος του καζανιού που βράζει σε δυνατή φωτιά, σκημάτιζε μια λούμπα, σα μικρή λιμνούλα, κι ως κάμποσο διάστημα παρέκει έτρεχε μέσα σε στενόμακρες ξύλινες κορήτες κι απ΄έμπαινε στο περιβόλι και πότιζε τα λαχανικά, την πατάκα και το κρεμύδι.

Μέσα στις μονοκόματες έκεινες κορήτες, καμωμένες από μισόκορμους δέντρωνε σκαλισμένους απουμέσα, που το νερό πήγαινε κοιμάμενο, πίνανε τα πράματα και τα χοντρικά ζωντανά τους.

Στη λιμνούλα με το κρύο κρούσταλλο νερό, πίνανε οι άνθρώποι σκύφτοντας ή πιάνοντας με τη χούφτα τους,και βάνανε και την κάδη με το γάλα για να κρυώσει και να βγάνει πιο πολύ κ΄εκλεχτό βούτυρο.

Παρέκει ήτανε το καλύβι του μπάρμπα Φώτη, ως δεκοχτώ πήχες μακρί και δέκα πλατί, κάτου από μια πελώρια,ξανίσαφη αχλάδα, περιντυμένη με ξερόν κισσό, που σκέπαζε ολάκερο το καλύβι, σα να το προφύλαγε.

Μεγάλωσε μαζί με κείνη την αχλάδα ο μπάρμπα Φώτης. Φύτρωσε τότε που γεννήθηκε κι αφτός κατά πως το λεγε η μακαρίτισσα η μάννα του.

– Και μαζί θα πεθάνουμε! έλεγε αστειευόμενος ο γερο Φώτης.

(Το βιβλίο αυτό γράφτηκε στη Γλανιτσιά, το Χινόπωρο του 1919 από το μακαρίτη πατριώτη μας καθηγητή φιλόλογο Κώστα Π. Μαρίνη. Τα πράματα παρασταθήκανε απλά- όπως ακριβώς είναι, με αγνά της φύσης φορέματα και με ατόφυα τα δικά τους στολίδια και γνωρίσματα μονάχα, δίχως κανένα ψέφτικο κ΄ επινοημένο φτειασίδι .
Αρχίζουμε λοιπόν να το παρουσιάζουμε σιγά σιγά, ένα ένα κεφάλαιο, όπως ακριβώς είναι γραμμένο από τον συγγραφέα).

Πηγή: Μυγδαλιά Αρκαδίας

Εικόνα από: Pinterest

το «σπιτάκι της Μέλιας»

»»»»»»  ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ  ««««««



Report