Θεωρεί τη γελοιότητα ίδιόν του, εξού και πρωταγωνιστεί στο «Όνειρο Ενός Γελοίου» του Ντοστογιέφσκι, πορεύεται ψάχνοντας την αλήθεια και αποτάσσοντας τα πάθη του και δεν μπορεί, παρά να παίζει κάθε φορά με τους κανόνες του παιχνιδιού, που συχνά ορίζει ο ίδιος
Οι κανόνες του παιχνιδιού του Άρη Σερβετάλη είναι σαφείς: πρέπει απλά να τους ακολουθεί πιστά στον αγώνα που έχει επιλέξει -ή επιλέγει κάθε φορά.
Στον δρόμο αυτό δείχνει να έφτασε πολύ συνειδητά και μετά από ώρες αναμέτρησης με τον εαυτό του, αν κρίνει κανείς από την πραότητα με την οποία μιλάει και μπορείς να φανταστείς πως κάποτε, ήταν δείγμα αστάθειας, ενώ τώρα, νηφάλιας αποδοχής.
Όπως κάθε προσωπική ερμηνεία και πορεία στα πράγματα, δεν αρέσει σε όλους. Έτσι κι ο ηθοποιός, μέσα στην πανδημία «ακυρώθηκε» από την επιλογή του να αποχωρήσει από τον «Ρινόκερο», κάτι για το οποίο είχε πλήρη αίσθηση και ευθύνη πριν καν αυτό συμβεί. Κι η αποδοχή των πραγμάτων και του εαυτού σε αυτά ως έχει, μοιάζει στην προκειμένη με μια ευφυή κατάκτηση για το ίδιο το άτομο.
Κάτι από τον εαυτό του είδε και στο «Όνειρο Ενός Γελοίου», ένα κείμενο του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι που ισορροπεί ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως, το κωμικό και το τραγικό και αποφάσισε μαζί με τη σύντροφό του και στη ζωή, Έφη Μπίρμπα, να μεταφέρει στο θέατρο, σε έναν δεύτερο κύκλο χειμερινών παραστάσεων, μετά το «ταξίδι» του έργου στην Ελλάδα το περασμένο καλοκαίρι.
Το μυστικό γι’ αυτόν είναι να ψάχνεις την αλήθεια χωρίς να παίρνεις τα πράγματα και τελείως σοβαρά. Κι αν όλα τα άλλα πάνε λάθος, δεν χάθηκε ο κόσμος. Η ζωή συνεχίζεται, με ή χωρίς θέατρο. Ο Άρης Σερβετάλης θα βρει κάποιον άλλο τρόπο να ψάξει την αλήθεια του, θα επινοήσει νέους κανόνες ή και νέα παιχνίδια.
– Πότε αποφασίσατε με την Έφη Μπίρμπα ότι θέλετε να ανεβάσετε το «Όνειρο Ενός Γελοίου»;
– Πριν κάνα δύο χρόνια. Με το που το διαβάσαμε, είπαμε ότι πρέπει να ασχοληθούμε με αυτό, αισθανθήκαμε ότι ήταν το καταλληλότερο έργο για την περίοδο που βρισκόμαστε, εμείς προσωπικά.
– Δύο χρόνια μετά, συνεχίζει να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο για εσάς το έργο;
– Από τεχνικής απόψεως, έχει αλλάξει, γιατί το πρώτο μέρος της παράστασης είναι διαδραστικό με το κοινό. Οι παραστάσεις που έγιναν το καλοκαίρι λειτούργησαν πάρα πολύ με τον κόσμο και ανοίχτηκε ένα κεφάλαιο, ξεδιπλώθηκε η αρχική ιδέα της Έφης να σχετίζεται ο χαρακτήρας με τον κόσμο. Ανοίχτηκε έτσι ένας δρόμος που υπήρχε ως ιδέα αλλά κάπως τώρα αποκαλύφθηκε και αρχίζει και ζυμώνεται καλύτερα. Δίνει μια πολύ ωραία πάσα για το δεύτερο μέρος του έργου, έρχεται πολύ οργανικά.
– Ανέβηκε το καλοκαίρι και τώρα ανεβαίνει στη χειμερινή σεζόν. Αυτό φέρνει μια άλλη δυναμική στην παράσταση;
– Έτσι κι αλλιώς δεν ανεβάζεις εύκολα Ντοστογιέφσκι καλοκαίρι. Ήταν ένα ρίσκο που πάρθηκε λόγω της ανάγκης μας να κάνουμε αυτό το έργο. Και παραδόξως, υπήρχε μεγάλη ανταπόκριση. Τώρα μπαίνει στον φυσικό του χώρο, που είναι ένας κλειστός χώρος. Είναι ένας χώρος ονείρου κι έτσι δείχνεις καλύτερα τα ηχητικά τοπία και την εικόνα.
– Για σένα τι σημαίνει γελοίο;
– Με χαρακτηρίζει η γελοιότητα. Είναι συνυφασμένη με την καθημερινότητά μου. Την έχω κάπως αποδεχτεί και έχω επενδύσει πάνω της. Έχω δεχτεί ότι κάποια κομμάτια είναι απόλυτα γελοία κι αυτό εμπεριέχει το κωμικό και το τραγικό ταυτόχρονα. Αυτό είναι το μεγαλείο της γελοιότητας. Μην παίρνοντας τον εαυτό σου τόσο πολύ στα σοβαρά και βλέποντας ότι είναι όλα μία προσπάθεια που ακροβατεί ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, κάπως το χαρακτηρίζεις όλο αυτό μία γελοία, αγωνιώδη προσπάθεια επιβίωσης. Και ταυτίζεται και με τον χαρακτήρα μου στην παράσταση. Βρίσκεται σε ένα απόλυτο αδιέξοδο, μία τραγική και γελοία ταυτόχρονα φιγούρα, και του ανοίγεται μέσα από ένα όνειρο ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας: από την πτώση, το προπατορικό αμάρτημα και μετά. Του αποκαλύπτεται ένας ιδεατός κόσμος, ένας παράδεισος κατά τον Ντοστογιέφσκι, όπου οι άνθρωποι ζουν σε αρμονία, αλλά ο ίδιος μέσα από τα δεδομένα που κουβαλούσε, τους διέφθειρε όλους. Είναι ένα μεγαλειώδες κείμενο. Οι κριτικοί λένε ότι είναι από τα πιο μυστηριώδη, αινιγματικά αλλά και αισιόδοξα κείμενα του Ντοστογιέφσκι.
– Όνειρα κάνεις στον ξύπνιο σου;
– Κάνω, αλλά περιορισμένης εμβέλειας. Προσπαθώ να μην είναι μακροπρόθεσμα, να είναι στο άμεσο μέλλον. Κάπως έχει μπει ένας κόφτης.
– Σε τρομάζουν τα μεγάλα όνειρα;
– Δεν με τρομάζουν, αλλά είναι σαν να δημιουργώ μεγαλύτερες προσδοκίες και μετά η σύγκρουση είναι επίσης μεγαλύτερη αν δεν επιτευχθούν. Επομένως, πάω μέρα με τη μέρα. Και κάπως έτσι καλλιεργείται και η υπομονή στα πράγματα κι όχι τόσο η προσωπική επιθυμία να κατακτήσεις πράγματα.
– Αν ο Ντοστογιέφσκι ζούσε σήμερα, πιστεύεις πως θα έγραφε το ίδιο κείμενο;
– Κυρίως σήμερα θα το έγραφε. Είναι τόσο διαχρονικό αυτό το έργο. Όταν το διαβάσαμε, λέγαμε ότι δεν είναι δυνατόν να γράφτηκε το 1877. Μέσα από τα προσωπικά του βιώματα, έχει προσεγγίσει την αλήθεια πολύ ουσιαστικά: για το ποιος είναι ο στόχος του ανθρώπου, τι έχει αξία. Έβλεπε από τότε το αδιέξοδο, ότι οι άνθρωποι μπαίνοντας σε μία καθολική λογική των πραγμάτων, χάνουν αυτή τη μεταφυσικη επαφή που έχει και κατασκευαστικά ο άνθρωπος με τα πράγματα και τους άλλους ανθρώπους. Και γίνεται κάπως αστείος. Έγραφε στο ημερολόγιό του ότι μέσα από αυτόν τον δρόμο, μόνο μια μυρμηγκοφωλιά μπορεί να κατασκευάσει ο άνθρωπος και να γίνει ένα μυρμήγκι που θα κάνει ένα πράγμα. Ενώ ο άνθρωπος είναι πολυεπίπεδος, είναι μυστήριο, έχει απύθμενο βάθος και προεκτάσεις.
– Την αλήθεια μας είναι εύκολο να τη βρούμε μέσα σε τόσο θόρυβο;
– Έγκειται σε έναν προσωπικό αγώνα αναζήτησης, κατά πόσο ο άνθρωπος θέλει να αναζητά μέσα στην καθημερινότητά του. Όταν μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία της αναζήτησης, νομίζω ότι συναντιέσαι με την αλήθεια.
– Το να δουλεύεις μαζί με τη σύζυγό σου, μπλέκει το προσωπικό με το επαγγελματικό, φέρνει άλλες ισορροπίες;
– Με την Έφη έτσι κι αλλιώς είμαστε μπλεγμένοι. Είναι ένα κράμα που δεν ξέρεις τι είναι δικό σου, τι είναι δικό μου. Τι να σου πω τώρα, κι όταν δεν δουλεύουμε μαζί, πάλι μαζί δουλεύουμε. Μας αρέσει η ενασχόληση όχι μόνο με το θέατρο, αλλά και με κατασκευές, με διάφορα πράγματα. Άρα και θέατρο να μην κάνουμε, μπορεί να φτιάξουμε ένα έπιπλο, να κάνουμε κάτι άλλο, πάλι το ένα μέσα στο άλλο είναι. Αυτό βοηθάει τα πράγματα, γιατί υπάρχει κοινός κώδικας, δεν χρειάζονται πολλές κουβέντες και κάπως εξελίσσει ο ένας τον άλλο. Από την άλλη, χρειάζεται και κάποιες ισορροπίες σε κάποιες φάσεις, γιατί η καθημερινότητα φέρνει μπροστά τον εαυτό σου και σε πραγματικότητες που εσύ θέλεις να τις απωθήσεις. Εκεί το θέμα είναι πόση καθαρότητα υπάρχει για να τις αντιμετωπίσεις. Ουσιαστικά δε μας φταίει ο άλλος, είναι αφορμή ο άλλος για να βγάλουμε τη δική μας καφρίλα.
– Έχεις μετανιώσει για κάτι;
– Έχω μετανιώσει για προσωπικές τοποθετήσεις σε σχέση με τη δουλειά, με εμένα, με τους ανθρώπους γύρω μου. Είναι αυτό που λέγαμε για την καφρίλα. Σε φάσεις βγαίνει σαν εξάνθημα.
– Σε ενοχλεί που για κάποιους θα είσαι για πάντα ο Λάζαρος από το «Είσαι Το Ταίρι Μου»;
– Όχι, καθόλου. Είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου. Έτσι κι αλλιώς, υπήρξα έτσι, δεν έκανα μεγάλη προσπάθεια για να κάνω τον Λάζαρο. Ίσα ίσα, εκείνη η δουλειά ήταν μια πολύ ωραία προσπάθεια, με πολύ ωραίους συντελεστές, προσεγμένο σενάριο, περάσαμε πολύ ωραία.
– Περνάει μία άνθιση η εγχώρια τηλεόραση, κάπως φέτος τη βλέπουν κι αυτοί που δεν την έβλεπαν ποτέ.
– Δεν έχω τηλεόραση, άρα δεν παρακολουθώ. Αλλά από ό,τι ακούω, υπάρχει μία ανάπτυξη, γίνονται σειρές κι είναι πολύ ωραίο που επανήλθε η μυθοπλασία και δεν είναι όλα κονσέρβες από Ισπανία και Μεξικό. Αλλά νομίζω ότι παραγωγικά δεν άλλαξαν πολλά πράγματα. Υπάρχει η πρόθεση και η διάθεση, αλλά είναι μετρημένες στα δάχτυλα οι παραγωγές που πραγματικά έχουν κάνει το κάτι παραπάνω και που έχουν κι αντίκρισμα. Τουλάχιστον γίνονται προσπάθειες, αυτό είναι πολύ σημαντικό, εύχομαι αυτές οι λίγες σειρές να γίνουν και περισσότερες.
– Θα επέστρεφες ξανά στην τηλεόραση;
– Θα ξαναγύρναγα, ναι. Είναι ένα δυνατό μέσο, αν προκύψει κάποια παραγωγή που να έχει ενδιαφέρον, με μεγάλη χαρά.
– Το να έρχονται να δουν μια παράσταση «για τον Σερβετάλη», για σένα είναι καθησυχαστικό, με την έννοια ότι κάτι έχεις καταφέρει ή είναι και λίγο αγχωτικό, ότι πρέπει να ανταποκριθείς σε κάποιες προσδοκίες;
– Για μένα πρώτα απ’ όλα υπάρχει η ανάγκη να μπω σε ένα έργο, να συμμετέχω σε μία προσπάθεια αφήγησης μιας ιστορίας μαζί με κάποιους συντελεστές. Γιατί το θέατρο δεν είναι προσωπική υπόθεση, είναι ομαδική. Και τώρα στο «Όνειρο Ενός Γελοίου» δεν είμαστε μόνο δύο άτομα. Συμβάλλουν πολλοί σε αυτήν την αφήγηση της ιστορίας. Επομένως το «Πάμε να δούμε τον Σερβετάλη», σε εμένα λειτουργεί «Πάμε να βγάλουμε αυτήν την ιστορία όλοι». Γιατί δεν είμαι μόνος μου. Υπάρχει μια ανταπόκριση και επικοινωνία σε σχέση με το πώς αποτυπώνεται μια προσπάθεια αφήγησης κι αυτό είναι πολύ ωραίο να συμβαίνει. Υπήρχαν και στιγμές που ήταν πιο εκκεντρικά τα πράγματα και ήταν μικρότερη αυτή η επαφή.
– Σε ποιες παραστάσεις συνέβη αυτό;
– Στα «Ωραία Μας Χέρια» που κάναμε στις Ροές, ήταν μια παράσταση-ωδή στον θάνατο. Ήταν μια από τις αγαπημένες μας παραστάσεις, αλλά ήταν μια δύσκολη παράσταση, ακόμα κι αφηγηματικά ήταν πιο αποσπασματική. Αλλά καλλιεργείται κιόλας το κοινό, όσο βλέπεις πράγματα, καλλιεργείται η θέαση. Το αθηναϊκό κοινό και το κοινό της Θεσσαλονίκης είναι πολύ δυνατά, υπάρχει καλλιεργημένη θέαση. Στην περιφέρεια λιγότερο, αλλά νομίζω ότι οφείλεται και σε εμάς αυτό, τα ΔΗΠΕΘΕ έχουν παρακμάσει, το καλοκαίρι ανεβαίνουν συγκεκριμένα πράγματα, μόνο τραγωδίες, κωμωδίες και Σαίξπηρ.
– Με την κουλτούρα της ακύρωσης (cancel culture) πώς τα πας;
– Ε, το βίωσα. Μιλάμε όλοι για τα δικαιώματα και την ελευθερία και δεν υπάρχει ελευθερία λόγου. Ακόμα και στον Τύπο, τη δημοσιογραφία, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν υπάρχει ελευθερία του λόγου. Τα περισσότερα Μέσα, αν όχι όλα, εξυπηρετούν μία γραμμή και δεν αποκλίνουν πολύ από αυτή. Όταν πεις κάτι άλλο, θα βρεθείς αντιμέτωπος με όλο αυτό. Αυτό δεν λέγεται ελευθερία. Εμείς θέλουμε να το ονομάσουμε πολιτισμό, αλλά μάλλον είναι μεταμφιεσμένη οπισθοδρόμηση, όπως έλεγε και ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς.
– Άρα, πού βρίσκεται το πρόβλημα;
– Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά γίνονται διαδικτυακά, ανώνυμα γράφει κάποιος κάτι. Όταν είναι να πάρει μία θέση και μία παρουσία σαν πρόσωπο, εκεί δεν βγαίνει να πει κανείς κάτι, ότι έχει μία άλλη άποψη ή ότι διαφωνεί. Είναι αυτή η δύναμη του όχλου. Είναι διαχειρίσιμο να κατευθύνεις τη μάζα. Το θέμα είναι ότι η μάζα θα πρέπει να αντιληφθεί ότι αποτελείται από πρόσωπα και όχι από μονάδες. Είμαστε άνθρωποι. Και υπάρχει αυτή η ελευθερία του λόγου, να πεις αυτό που πιστεύεις και να υποστείς και τις συνέπειες. Πρέπει να τις υπομείνεις και να τις αποδεχτείς. Μιλάμε συνεχώς για δικαιώματα αλλά δεν μιλάμε και για υποχρεώσεις. Όταν υπάρχει αυτό που λέει και ο Ντοστογιέφσκι αγάπη, σε μια ιδανική και ουσιαστική μορφή, αισθάνεσαι ότι έχεις υποχρεώσεις απέναντι στον άλλο. Με τους ανθρώπους που έχεις ουσιαστική αγάπη νιώθεις υποχρέωση να κάνεις πράγματα, δεν περιμένεις ούτε να αναγνωριστεί αυτό ούτε θέλεις κάτι παραπάνω. Δίνεις γιατί αγαπάς. Αυτό λείπει πάρα πολύ στην εποχή τη δική μας. Και είμαστε φυγόπονοι. Ακόμα και μέσα στις ομάδες. Που ωραίο το ομαδικό πνεύμα, αλλά νομίζω το κάνουμε με μία παθογένεια, μια παθολογική δειλία να αντιμετωπίσουμε τα πράγματα.
– Όταν έγινε όλο αυτό με τον «Ρινόκερο» σου ήταν εύκολο, αντίστοιχα, να αναλάβεις την ευθύνη όλου αυτού; Ότι, αποφάσισες κάτι και μπορεί να σου κλείσουν και πέντε πόρτες μετά από αυτό.
– Το είχα αποδεχθεί από πριν. Όταν αισθανόμουν ότι τα πράγματα πάνε σε έναν έμμεσο διαχωρισμό εμβολιασμένων και μη εμβολιασμένων, δεν μπορούσα να το δεχτώ. Όπως δεν μπορούσα να πιω καφέ κάπου ή να πάω να πάρω κάτι και να σκανάρομαι. Τι είμαι, τομάτα; Δεν καταλάβαινα στην καραντίνα το να βγω έξω με ένα SMS. Δηλαδή να πω ότι πάω να πάρω μπατονέτες; Αυτά του παραλόγου μου αρέσουν πάρα πολύ στα έργα, αλλά όταν τα ζω στην καθημερινότητα, μου βγάζουν μία αντίδραση. Μιλήσαμε με την Έφη και αποφασίσαμε ότι δεν μπορούμε να συμμετέχουμε σε αυτό. Επομένως τώρα δεν θα ξανακάνουμε θέατρο; Θα ξανακάνουμε; Εντάξει, ό,τι είναι. Δεν τρέχει και τίποτα, θα κάνουμε κάτι άλλο. Πιάνουν τα χέρια μας. Ο καθένας πορεύεται με αυτό που πιστεύει. Εγώ πίστευα αυτό και έκανα αυτό.
– Ελεύθερος νιώθεις; Ή τέλος πάντων, πώς την ορίζεις την ελευθερία σου;
– Η ελευθερία έχει να κάνει με αυτόν τον προσωπικό αγώνα που έχω με τα πάθη μου. Ο αγώνας με αυτά είναι και ένα βήμα προς την ελευθερία. Όταν κάπνιζα και δεν είχα τσιγάρα, ήμουν σε φρίκη. Αυτό είναι ανελευθερία. Προσπαθώ να αναγνωρίσω τα πάθη στον εαυτό μου και να αγωνιστώ με αυτά για να χτίσω τον δρόμο προς αυτήν την κατεύθυνση. Αλλιώς, είμαστε υποδουλωμένοι στα προσωπικά πάθη και τις κατασκευασμένες ανάγκες.
– Είναι μεγάλος βέβαια ο δρόμος για να αποτάξει κάποιος τα πάθη του.
– Βολευόμαστε, κι όταν βολευόμαστε δημιουργείται μια παθογένεια κι ένα πάθος. Είτε στη φιλαργυρία, είτε στην καταξίωση, «να κάνω καριέρα», «να γίνω γαμάτος».
– Μιας και το λες, έπεσες ποτέ σε αυτή τη λούπα της καριέρας; Δηλαδή, να την ψωνίσεις και λίγο;
– Σε αυτό πέφτω και σηκώνομαι, σε μικρότερη και μεγαλύτερη κλίμακα. Αυτός είναι ένας αγώνας. Με το να είσαι ηθοποιός εκτίθεσαι και μπαίνεις σε μία διαδικασία να προβάλλεις τον εαυτό σου, με αυτό εγώ τουλάχιστον χρειάζομαι μάζεμα. Οι διαρροές και το να ξεφύγεις γίνονται με πολλούς τρόπους. Η έπαρση έχει πολλά πρόσωπα, δεν μπορείς να την αναγνωρίσεις εύκολα. Κι επειδή τον εαυτό σου δουλεύεις και τον φέρεις εργαλειακά μέσα σε μια ομάδα, χρειάζεται συνεχώς επανατοποθέτηση. Ακροβατείς, είναι πολύ ναρκισσιστικό επάγγελμα. Θέλει τρομερές ισορροπίες και εποπτεία.
– Δεδομένου όμως ότι κάθε φορά που ανεβαίνεις στη σκηνή είσαι και κάποιος άλλος, αποτάσσεις εκεί και λίγο τον εαυτό σου;
– Δεν νομίζω, εγώ είμαι. Απλά είμαι υπό άλλες συνθήκες. Είναι σαν ένα παιχνίδι που ο προπονητής λέει θα παίξουμε με αυτό το σύστημα. Και κάθε φορά παίζεις με ένα διαφορετικό σύστημα, ανάλογα με την ομάδα που έχεις να αντιμετωπίσεις.
– Ο Θεός πού σε βοηθάει στην καθημερινότητά σου;
– Σε όλα τα προηγούμενα που είπαμε. Είναι το πρότυπο, είναι ο οδηγός και πρακτικά, τα έχει πει, οι άγιοι τα έχουν εφαρμόσει. Είναι πηγή έμπνευσης και ζωής. Χωρίς Θεό, δεν μπορείς να έχεις αυτή την εποπτεία. Γιατί χρειάζεσαι κάτι έξω από εσένα, για να δεις εσένα. Δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα από όλα αυτά χωρίς Θεό. Μερικές φορές, για να δω πόσο χάλια είμαι, βλέπω ανθρώπους που δεν έχουν Θεό και είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από εμένα. Εγώ όταν δεν είχα Θεό, ήμουν καταστροφή. Και λέω ότι αυτός ο άνθρωπος είναι σε αδιανόητα καλύτερη κατάσταση, αυτός αν είχε Θεό, θα ήταν άγιος.
– Παρόλα αυτά, ο καθένας έχει μια μορφή πίστης, ακόμα κι αν κάποιος δηλώνει άθεος. Μπορούμε, λοιπόν, να μην έχουμε θεό με κάποιο τρόπο;
– Είμαστε κατασκευασμένοι για να πιστεύουμε σε κάτι. Απλά το θέμα είναι αν αυτό το κάτι κάνει καρπό. Και ο καρπός που κάνει, πόσο κρατάει. Αισθάνομαι ότι στον δρόμο αυτό, ο καρπός διατηρείται και πολλαπλασιάζεται. Στην πίστη σε άλλα πράγματα, ο καρπός σαπίζει πολύ εύκολα. Ή μπορεί να είναι πολύ ωραίος στην αρχή και μετά να σου αφήνει μια πικράδα που να μην φεύγει από το στόμα σου. Εκεί, διαλέγεις και παίρνεις.
– Επικοινωνείς με τον Θεό;
– Βέβαια, ναι. Είναι πρόσωπο. Δηλαδή όταν αυτό το καλλιεργείς μέσα από τα μυστήρια της εκκλησίας και όλη αυτή τη λειτουργική ζωή, γίνεσαι κοινωνός αυτών των μυστηρίων, είσαι μάρτυρας. Νιώθεις μια πληρότητα σε αυτό το πράγμα, δεν είσαι μόνος σου. Ακόμα κι όταν αισθάνεσαι μοναξιά, μετασχηματίζεται. Ο Μπέκετ έλεγε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της ανθρωπότητας είναι το πώς η μοναξιά θα μετατραπεί σε μοναχικότητα. Αυτό το πράγμα συμβαίνει με τον Θεό, νιώθεις ότι είναι μια προσωπική σχέση, ο καθένας έχει διαφορετικά δεδομένα, αλλά είναι σχέση. Πιο σχέση δεν γίνεται.
– Με τους άλλους ανθρώπους τα πας καλύτερα στην προ ή μετά Χριστόν περίοδό σου, όπως τις χαρακτηρίζεις;
– Επιφανειακά, στην προ Χριστού. Και ουσιαστικά, στη μετά Χριστόν. Η προσέγγιση και οι σχέσεις στη μετά Χριστόν ζωή έγιναν πιο ουσιαστικές και με παρονομαστή την αλήθεια των πραγμάτων. Και πολλές φορές, η αλήθεια είναι και δύσκολη, είναι σκληρή και αυτό δημιουργεί αποστάσεις. Αλλά τουλάχιστον, έχει ειπωθεί μία πραγματικότητα, δεν κάνουμε ότι δεν τη βλέπουμε. Ενώ προ Χριστού, αυτή η πραγματικότητα δεν ερχόταν ποτέ στην επιφάνεια. Πάντα ήταν σε μια υποβόσκουσα περιοχή που έμενε εκεί γιατί έκανε τζιζ, δεν μπορούσες να την ακουμπήσεις. Και δεν ήθελες κιόλας, γιατί δεν ήξερες πώς να την αντιμετωπίσεις.
– Πριν έρθει ο Θεός στη ζωή σου, σε τι είχες πίστη;
– Στην παρέα, στον χαβαλέ, στο να τα τινάξουμε όλα στον αέρα. Στην αντίδραση, στο να γίνει μια αναμπουμπούλα. Ήμουν του ταρακουνήματος. Και πίστευα στην ανατροπή, ότι πρέπει να ανατραπούν τα πάντα. Ανατρέποντάς τα, έβλεπες ότι κάτι άλλο πρέπει να ανατρέψεις και πάλι να ανατρέψεις και πάλι… Αυτό ήταν ο Σίσυφος. Ξέχναγες το γιατί.
– Αντιδραστικός παραμένεις όμως και τώρα;
– Πάρα πολύ, ναι. Δυστυχώς ή ευτυχώς, υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι μου έτσι.
– Και πώς το διαχειρίζεσαι;
– Αυτό εντάσσεται μέσα σε αυτόν τον δρόμο. Μέσα από αυτήν την ορθότητα, παίρνεις τη δύναμη να πάρεις θέση για τον εαυτό σου σε πράγματα που σε αφορούν, έχει μια δυναμική δηλαδή και αυτό σε βοηθάει και προσπαθείς να την εκμεταλλευτείς με κάποιον τρόπο. Με το πνεύμα ότι το μαχαίρι σε διευκολύνει και να κόβεις πράγματα και να σφάζεις κιόλας. Είναι πώς το χρησιμοποιείς.
– Το θέατρο χρειάζεται πίστη;
– Κάθε παιχνίδι χρειάζεται πίστη. Να πιστέψεις στη συνθήκη που εντάσσεσαι. Μαζευόμαστε 6-7 άνθρωποι και λέμε ότι έχουμε μια ιδέα, ότι τώρα το περιβάλλον είναι δυστοπικό, δεν μπορώ να σηκωθώ αν δεν ουρλιάξω. Αν δεν το πιστέψω αυτό, πώς θα ουρλιάξω; Έχει ενδιαφέρον ο παίκτης να πιστεύει σε αυτή τη συνθήκη. Έτσι έχει κι ενδιαφέρον το παιχνίδι. Επίσης, να μην πιστέψεις κι ότι είναι αλήθεια όλο αυτό. Αυτό είναι κι ένα οξύμωρο: ότι μέσα στα ψέματα, προσπαθείς να βιώσεις μία αλήθεια.
«Το Όνειρο Ενός Γελοίου» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, παρουσιάζεται από την Έφη Μπίρμπα και τον Άρη Σερβετάλη κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη στις 21:00 στο Θέατρο Κιβωτός.
Φωτ.: Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος
Πηγή: simeiakairwn