in ,

Είμαι ο Ιωάννης, εκείνος που έγειρε στο άχραντο και ζωοποιό στήθος του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού…

Είμαι ο Ιωάννης, εκείνος που έγειρε στο άχραντο και ζωοποιό στήθος του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού…

Όλη την ημέρα ο Ανδρέας [29 Μαϊου και 2 Οκτωβρίου] έκανε τον τρελό και τον δαιμονισμένο, ενώ τη νύχτα θρηνούσε και προσευχόταν νοερά, παρακαλώντας τη μάρτυρα του Χριστού να τον πληροφορήσει, αν ο αγώνας, που είχε αρχίσει, ήταν θεάρεστος.

Σταματώντας για λίγο τον θρήνο και την προσευχή, είδε να παρουσιάζονται ένας ολόλαμπρος γέροντας και πέντε γυναίκες, που άρχισαν να επισκέπτονται έναν-έναν τους ασθενείς. Αφού πέρασαν απ’ όλους, ήρθαν και στον Ανδρέα. Πρώτος στάθηκε μπροστά του ο γέροντας. Τον κοίταξε κατάματα με ήρεμη ματιά και του χαμογέλασε συμπαθητικά, σαν να είχε κάτι ευχάριστο στον νού του. ‘Υστερα γύρισε στην πιο λαμπροφορεμένη γυναίκα και της είπε:

-Κυρία Αναστασία, δεν θα τον γιατρέψεις αυτόν εδώ;

-Δεν χρειάζεται τη βοήθειά μου, κύριέ μου, αποκρίθηκε εκείνη, γιατί τον έχει αναλάβει άλλος Γιατρός. Τον έκανε καλά ήδη Εκείνος που του είπε: “Γίνε σαλός για χάρη μου, και θ’ αποκτήσεις πολλά αγαθά στη βασιλεία μου”. Γνωρίζει ο Κύριος ότι τον αγώνα, που άρχισε, δεν θα τον εγκαταλείψει ως την τελευταία του πνοή, γνωρίζει ότι με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος θα γίνει εκλεκτό όργανό Του, άγιο κι αγαπημένο.

-Τα γνωρίζω, κυρία μου, της είπε τότε ο γέροντας, τα γνωρίζω κι εγώ αυτά. Ρώτησα, όμως, επειδή τον συμπάθησα.

Αυτά είπαν, χαιρέτησαν τον Ανδρέα και μπήκαν στον κυρίως ναό για να προσευχηθούν. Από τη στιγμή εκείνη δεν τους ξαναείδε να βγαίνουν η να μπαίνουν, ώσπου, τα ξημερώματα, ο προσμονάριος χτύπησε το ξυλοσήμαντρο για τον Όρθρο. Θαύμασε ο όσιος για όσα του αποκαλύφθηκαν. Δόξασε τον Θεό και ευχαρίστησε τη μεγαλομάρτυρα Αναστασία, που τόσο γρήγορα απάντησε στην ικεσία του.

Δεμένος όλη την ημέρα, δεν έφαγε τίποτα. Τη νύχτα, ξάγρυπνος, προσευχόταν νοερά στον Θεό και τη μάρτυρά Του. Ξάφνου, τα μεσάνυχτα, εμφανίστηκε μπροστά του ένας δαίμονας σαν μαύρος άνθρωπος μ’ ένα τσεκούρι στο χέρι. Τον ακολουθούσαν πολυάριθμοι δαίμονες, κρατώντας άλλοι μαχαίρια, άλλοι ρόπαλα, άλλοι σπαθιά, άλλοι σκοινιά. Ο μαύρος εκείνος ήταν χιλίαρχος και είχε έρθει μαζί με τους δαίμονές του για να σκοτώσει τον όσιο. Τρίζοντας λοιπόν, τα δόντια του με λύσσα, όρμησε με το τσεκούρι του στον Ανδρέα για να τον χτυπήσει. Μαζί του όρμησαν και οι άλλοι δαίμονες. Ο όσιος τότε σήκωσε τα χέρια και φώναξε με δάκρυα στον Θεό:

« Κύριε, μην αφήσεις να παραδοθεί σε τούτα τα θηρία μια ψυχή που σε δοξάζει!» ψαλμ73:19.

Και αμέσως πρόθεσε:

–Άγιε Ιωάννη Θεολόγε, βοήθησέ με!

Την ίδια στιγμή ακούστηκαν από ψηλά μια βροντή και κάτι σαν μεγάλη οχλοβοή. Και να, παρουσιάστηκε ένας γέροντας με μεγάλα μάτια και με πρόσωπο λαμπερό σαν τον ήλιο! Τον ακολουθούσαν πολλοί. Έκανε στον αέρα το σημείο του σταυρού και πρόσταξε τους συνοδούς του:

—Αμπαρώστε τις πόρτες! Κανείς να μη σας ξεφύγει!

Αστραπιαία εκείνοι εκτέλεσαν την εντολή του, παγιδεύοντας μέσα στην εκκλησία όλους τους δαίμονες, που φώναζαν μεταξύ τους απελπισμένα:

—Μαύρη η ώρα που βρεθήκαμε εδώ μέσα! Ο Ιωάννης είναι πολύ σκληρός και θα μας βασανίσει φρικτά!

Ο σεπτός γέροντας πρόσταξε να βγάλουν την αλυσίδα από τον λαιμό του Ανδρέα. Την πήρε στα χέρια του, στάθηκε έξω από την πύλη του ναού και φώναξε:

—Να μου τους φέρνετε έναν-έναν!

Του έφεραν τον πρώτο.

—Ξαπλώστε τον κάτω, είπε.

Και αφού δίπλωσε την αλυσίδα στα τρία, έδωσε εκατό χτυπήματα στον δαίμονα, που κραύγαζε ικετευτικά:

—Έλεος! Έλεος!

Υστερα ξάπλωσαν καταγής έναν άλλο. Τον μαστίγωσε κι αυτόν σκληρά. Το ίδιο έκανε και σ’ όλους τους υπολοίπους.

Ο μακάριος Ανδρέας, ακούγοντας τους να φωναζουν “ Έλεος!’᾽, δεν μπορούσε να κρατήσει τα γέλια του. Τους έβλεπε να δέρνονται και να πονούν σαν να ήταν άνθρωποι. Στην πραγματικότητα, όμως, τους βασάνιζε ο Θεός, γιατί η φύση τους, ως ασώματη, δεν μπορεί να πάσχει.

Καθώς οι δαίμονες έφευγαν δαρμένοι, οι συνοδοί του σεπτού γέροντα τους έλεγαν:

—Πηγαίνετε τώρα στον πατέρα σας, τον σατανά, και δείξτε του το κατάντημα σας, να δείτε πόσο θα χαρεί…

Όταν έγιναν άφαντοι όλοι, πλησίασε ο γέροντας τον όσιο, του πέρασε στον λαιμό την αλυσίδα και του είπε:

—Είδες πόσο γρήγορα ήρθα να σε βοηθήσω! Νοιάζομαι πολύ για σένα, γιατί ο Κύριος μου έδωσε εντολή να φροντίζω για τη σωτηρία σου. Κάνε υπομονή, λοιπόν, για να φανείς άξιος σε όλα. Σύντομα ο αφέντης σου θα σε ελευθερώσει, και θα πας όπου σου αρέσει.

—Ποιος είσαι, κύριέ μου; τον ρώτησε ο όσιος. Δεν σε ξέρω.

—Είμαι εκείνος που έγειρε στο άχραντο και ζωοποιό στήθος του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, (Ιω.13:25)

Έτσι είπε και χάθηκε σαν αστραπή. Ο όσιος όλος θαυμασμό δόξασε τον Θεό, γιατί, στέλνοντας τον αγαπημένο Του μαθητή Ιωάννη, τον λύτρωσε από τα σκοτεινά πνεύματα, που ξεσηκώθηκαν εναντίον του.

—Κύριε Ιησού Χριστέ, έλεγε, μεγάλη, ασύλληπτη είναι η δύναμή Σου και υπερένδοξη η ευσπλαχνια Σου, γιατί μου φαίνεται παράξενο και θαυμαστό να νοιάζεσαι για μένα, τον ταπεινό, και να με ελεείς. Κύριε ύψιστε και παντοδύναμε, κράτησέ με για πάντα στην αλήθεια Σου. Θεέ φοβερέ και ακατάληπτε, αξίωσέ με να βρω χάρη κοντά Σου.

iconandlight

»»»»»»  ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ  ««««««



Report