Διήγηση ἀπό τό Γεροντικό
Ἕνας Ἅγιος γέροντας ἔμενε μέ τόν ὑποτακτικό του σέ μία καλύβα, ὅχι μακριά ἀπό ἕνα κεφαλοχώρι. Κάποτε ἔπεσε στόν τόπο μεγάλη δυστυχία καί ὁ φτωχός κόσμος πέθαινε σχεδόν ἀπό τήν πείνα.
Πολλοί στήν ἀπελπισία τους πήγαιναν καί χτυποῦσαν στήν καλύβα τοῦ ἐρημίτη. Ἐκεῖνος πάλι πού ἦταν πολύ ἐλεήμων, ἔδινε μέ τήν καρδιά του ἀπό ὅ,τι τύχαινε νά ἔχει.
Ὁ ὑποτακτικός του, ὅμως, πού ἔβλεπε μέ τρόμο τό ψωμί τους νά λιγοστεύει, εἶπε μία μέρα στεναχωρημένος στό γέροντά του.
«Ξεχώρισέ μου τά ψωμιά πού μοῦ ἀναλογοῦν, καί ἀπό δῶ καί πέρα μοίραζε, ἀπό τά δικά σου ἐλεημοσύνη γιατί ἔτσι ὅπως πάμε τώρα, γρήγορα θά πεινάσουμε καί οἱ δύο».
Ὁ ἀγαθός γέροντας χώρισε τά ψωμιά τοῦ ὑποτακτικοῦ του χωρίς νά πεῖ τίποτα, καί ἑξακολούθησε νά δίνει ἀπό τά δικά του στούς φτωχούς.
Μά καί ὁ Θεός πού εἶδε τήν καλή του προαίρεση τά εὐλόγησε καί ὅσο ἐκεῖνος ἔδινε, τόσο αὐτά ἐπληθύνονταν.
Ὁ ὑποτακτικός στό μεταξύ ἔφαγε τά δικά του, ὅταν πιά δέν τοῦ ἔμειναν παρά λίγα ψίχουλα, πῆγε στόν γέροντά του καί τόν παρακαλοῦσε νά τρῶνε πάλι μαζί.
Ἐκεῖνος τόν δέχτηκε χωρίς νά φέρει ἀντίρρηση. Τώρα ὅμως εἶχαν αὐξηθεῖ καί οἱ ζητιάνοι καί ὁ ὑποτακτικός ἄρχισε πάλι νά δυσανασχετεί.
Μιά μέρα χτύπησε ἡ πόρτα, ἦταν ὁ ἀπαραίτητος φτωχός. Ὁ ὑποτακτικός κατσούφιασε. «Δῶσε ἕνα καρβέλι», πρόσταξε ὁ γέροντας, πού ἔκανε πώς δέν εἶδε τό μορφασμό του.
«Μοῦ φαίνεται πώς δέν ἔχουμε πιά νά φάμε οὖτε ἐμεῖς», εἶπε φωναχτά ὁ ὑποτακτικός γιά νά τό ἀκούσει καί ὁ ζητιάνος.
«Πήγαινε καί ψάξε καλά», πρόσταξε ὁ γέροντας.
Σηκώθηκε ἐκεῖνος ἀπρόθυμα νά πάει στό κελάρι, μά τρόμαξε νά ἀνοίξει τήν πόρτα, τό βρήκε γεμάτο μέχρι ἐπάνω ἀπό καλοψημένα φρέσκα καρβέλια.
Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη ἀπόκτησε μεγάλη ἐμπιστοσύνη στόν ἅγιο γέροντά του καί ἔγινε πρόθυμος νά ἀνακουφίζει τούς φτωχούς.
Πηγή: oikohouse