Κάποιος γέροντας πέθαινε και μαζεύτηκαν πολλοί στο κρεβάτι του. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ένας, ο οποίος μία ολόκληρη ζωή, δεν δούλευε και του έκλεβε τις οικονομίες από τα εργόχειρα και έτσι τρέφονταν.
Ο γέροντας ήξερε, ότι αυτός του κλέβει το ψωμάκι και τον ιδρώτα του και έλεγε στον εαυτόν του: ”Βάλε ζόρι, για να εργάζεσαι για δύο!”.
Σε μία στιγμή ζήτησε ο γέροντας να βγούνε όλοι έξω από το δωμάτιό του και κράτησε μόνο αυτόν τον κλέφτη. Ο κλέφτης ντράπηκε και νόμιζε ότι θα τον αποκαλύψει και θα τον επιπλήξει. Έκπληκτος όμως βλέπει, να παίρνει ο γέροντας τα χέρια του και να τα φιλάει και να του λέει:
– Ευχαριστώ αυτά τα χέρια, να μείνουν άγια, διότι με στέλνουν σήμερα στον Χριστό!
Και ξεψύχησε! Έχουμε εμείς τέτοια ανεξικακία; Δεν είμαστε ακόμα Χριστιανοί…
Δημήτριος Παναγόπουλος ο Ιεροκήρυξ
Πηγή: vimaorthodoxias