in

– Γέροντα, ποια είναι η δυσκολότερη στιγμή του πνευματικού αγώνα;

– Γέροντα, ποια είναι η δυσκολότερη στιγμή του πνευματικού αγώνα;

Κουβεντούλες με τον παπά-Θεόληπτο – Δες τα όπως τα βλέπει

Γέροντα, ποια είναι η δυσκολότερη στιγμή του πνευματικού αγώνα;

-Αδελφέ μου, τό ΄χω σκεφτεί πολλές φορές και καταλήγω σε κάτι που ελπίζω να το καταλάβεις: Η δυσκολότερη στιγμή του πνευματικού αγώνα είναι όταν ο Θεός, για τους δικούς Του λόγους, μας στερήσει έστω και για λίγο τη μάτια του.

– Εννοείτε, φαντάζομαι, πως για κάποιο χρονικό διάστημα δεν αισθανόμαστε την παρουσία Του και την προστασία Του στη ζωή μας.

– Όχι, δεν εννοώ αυτό. Όταν μιλάω για στέρηση της ματιάς Του εννοώ τη στέρηση του τρόπου που ο Θεός βλέπει τον κόσμο και ιδιαίτερα εμάς. Όταν ήμουν παιδάκι στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, ο δάσκαλος, κάθε φορά που λέγαμε ή γράφαμε κάτι σωστό, μας έδινε βραβείο μία εικονίτσα. Μία από αυτές, που εγώ είχα κερδίσει, ήταν του γνωστού δυτικού τύπου με έναν ξανθό Χριστό, ντυμένο με λευκό χιτώνα, να κρατάει στα γόνατά του ένα μικρό παιδάκι και κάτι να του δείχνει. Εκείνο φαινόταν να βλέπει κάτι γεμάτο έκπληξη και είχα πάντα την εντύπωση πως, συγχρόνως, άκουγε κάτι που του έλεγε ο Χριστός. Εκείνη, η απλή παιδική εικονίτσα, μου έδινε πάντοτε το κλειδί, γιατί άραγε οι άνθρωποι που ζούνε στον ίδιο κόσμο, που δέχονται ίδια βιώματα, ίδιες προκλήσεις, ίδιους φόβους, ίδιους κινδύνους, ίδιες συμφορές, έχουν τόσο διαφορετικές αντιδράσεις μεταξύ τους. Άνθρωποι κατάκοιτοι χαμογελούν και άνθρωποι υγιέστατοι έχουν κατάθλιψη. Άλλους, η αποτυχία τούς πεισμώνει κι άλλους τους γονατίζει για πάντα. Άλλους, ο θάνατος προσώπων αγαπημένων ανοίγει την καρδιά τους και είναι πιο έτοιμοι να αγαπήσουν όλο τον κόσμο και άλλους τους γεμίζει θυμό και η καρδιά τους γίνεται σαν αχινός, που, όπου κι αν την ακουμπήσεις, πληγώνεσαι.

– Δηλαδή πώς το εξηγείτε;

– Νομίζω πως, όποιος με επιμονή και με συνέπεια μένει κοντά στον Χριστό, μοιράζεται την μάτια του για τον κόσμο, για τους ανθρώπους, για τη δημιουργία και για τις καταστάσεις. Όταν ο Χριστός λέει «εγώ ειμί το φως του κόσμου» δεν εννοεί μόνο μία ακτινοβολία που κάνει τα πράγματα ορατά. Εννοεί και μία εξήγηση γι΄ αυτά που φαίνονται ή γίνονται αντιληπτά από τον άνθρωπο. Όσο προσεγγίζουμε αυτό το φως, βλέπουμε την σκοπιμότητα και το βαθύτερο νόημα των πραγμάτων, «τους λόγους των όντων» που λένε οι Πατέρες. Όποιος βλέπει με αυτό το φως τον κόσμο, ακούει, βλέπει γεύεται, ακούμπα και οσμίζεται πως τα πάντα είναι ξεχείλισμα ζωής και πως όλα φωνάζουν πως η ζωή είναι ισχυρότερη από τον θάνατο.

– Και οι άλλοι;

– Η επιλογή των άλλων μου θυμίζει εκείνο το υπέροχο αλλά μαζί και τραγικό χωρίο των Ψαλμών: «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον». Όποιος θελήσει να ατενίσει τον κόσμο με τα μάτια μιας ύπαρξης ξεκομμένος από το φως αυτό, σταδιακά βυθίζεται σε μία άβυσσο που, όσο κατεβαίνει, το σκοτάδι γίνεται πηκτότερο. Τότε όλα τα πράγματα μοιάζουν ξεκομμένα από την Πηγή της ζωής και ο θάνατος μοιάζει να κουνάει ειρωνικά το κεφάλι του δείχνοντας με το δάχτυλο τη γη.

– Γνωρίζω γέροντα τέτοιους ανθρώπους. Καμιά χαρά δεν τους αγγίζει.

– Υπάρχουν όμως και χειρότερα που αφορούν όλους μας. Είτε εξαιτίας μας, είτε εξαιτίας της δικής Του θέλησης, μένουμε μόνοι και ατενίζουμε τον εαυτό μας. Αδελφέ μου, σε βεβαιώ ότι η στιγμή αυτή είναι φρικτή. Δεν αντέχεται. Τα πάθη μας, οι ενοχές μας, οι φοβίες μας, τα τραύματα μας, ό,τι κουβαλάμε από την πρώτη στιγμή που γεννηθήκαμε μέχρι το «τώρα», παρουσιάζονται μπροστά μας σε όλη τους τη φρίκη και τη δυσωδία. Είναι η στιγμή που τα μεγάλα λόγια για αγάπη, για αλτρουισμό, για συγνώμη, για αισιοδοξία καταρρέουν και μένει μόνον ένα άγριο θηρίο, έτοιμο να κατασπαράξει κάθε άνθρωπο, γνωστό και άγνωστο, φίλο, συγγενή, ακόμη και το γονιό τον ίδιο, φτάνει να ημερέψει έστω και για λίγο η ηδονή τού εγωισμού. Είναι η στιγμή που μία φωνή από τα βαθύτερα πηγάδια της δημιουργίας φωνάζει πως το σκοτάδι είναι που και ο εαυτός γίνεται ανυπόφορος, μισητός, ένα βδέλυγμα που θα ήθελες όσο τίποτα στον κόσμο να ξεκόψεις. Το διανοείσαι; Θέλεις να ξεκόψεις από τον εαυτό σου!

– Έχετε νιώσεις ποτέ έτσι γέροντα είναι δυνατόν;

– Είναι και στο βεβαιώνω.

– Και τι κάνετε τότε;

– Σε αυτές τις στιγμές της τρέλας, ο άνθρωπος δοκιμάζει πολλά. Θα σου πω όμως τι κάνω πια.

– Τι κάνετε;

– Αποδέχομαι και περιμένω.

– Τι αποδέχεστε;

– Την κατάστασή μου. Δεν κάνω πως δεν βλέπω. Αυτός είμαι και όλα αυτά τα σκοτάδια είναι δικά μου. Η ματιά θέλει να ξεφύγει αλλά εγώ την κρατάω εκεί, προσηλωμένη. .

– Και τι περιμένετε;

– Να βρέξει πάλι ματιά Θεού. Να με λυπηθεί και να με καθίσει πάλι στα γόνατά Του, να μου δείξει τον ίδιο μου τον εαυτό και να μου ψιθυρίσεις γλυκά στ΄ αφτί:

«Αυτός είσαι, αλλά δεν σε διώχνω, δεν σε απορρίπτω, δεν σε σιχαίνομαι. Μαζί θα μείνουμε και θα σε μάθω να συγχωράς τον εαυτό σου και να μου το φέρνεις εδώ, στα πόδια μου, να τον γαληνεύω και να τον ομορφαίνω. Εσύ βλέπεις ένα τελειωμένο, εγώ όμως βλέπω ένα παιδί μου που έφυγε αλλά ποτέ δεν θα πάψω να ελπίζω στο θησαυρούς που κουβαλάει μέσα του και στην επιστροφή του».

– Και πόσο κρατάει αυτή η προσμονή;

– Συχνά πολύ, συχνά ελάχιστα. Πάντα όμως καταλήγω στην ίδια αγκαλιά. Και όταν γίνει αυτό λέω «χαλάλι» για το μαρτύριο του σκοταδιού, γιατί γίνεται προετοιμασία για την ευτυχία της αποδοχής και το ξανανταμώματος με το φως Του.

Πηγή: simeiakairwn

Report