Μία ἀπὸ τὶς προφητεῖες τῶν Θεοφανείων λέγει: «Εὐφράνθητι, ἔρημος διψῶσα». Ἔρημος διψῶσα, ἔλα νὰ εὐφρανθῆς, διότι θὰ ἀποκτήσης τόσο νερό, ὥστε θὰ γίνης πηγή, κατακλυσμός.
«Ἔρημος διψῶσα» εἶναι ἡ στεγνὴ γῆ, ἡ κατάξερη, ἡ γῆ ποὺ τῆς λείπει παντελῶς ἡ ἰκμάδα καὶ ἡ δύναμις, τῆς λείπει ὁ Θεός. Αὐτὴ ἡ ἔρημος ἡ διψῶσα, ποὺ μπορεῖ νὰ γεμίση ἀπὸ τὸν Κύριον, εἶναι ἡ δική μας ὕπαρξις, ἡ δική μας ψυχή, τὰ δικά μας φτωχὰ λόγια καὶ ὄνειρα, οἱ δικοί μας μηδαμινοὶ ἀγῶνες, τὰ ψεύτικα ἐπιτεύγματά μας, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἐλάχιστες ἐκδηλώσεις τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτὸ ὁ μελωδός, ἀπευθυνόμενος στὸν Χριστόν, τοῦ λέγει: «Οἴκισον ψυχαῖς ἡμετέραις σαυτόν, φιλάνθρωπε». Κατοίκισε τὸν ἑαυτό σου, βάλε τὸν ἑαυτό σου μέσα στὶς δικές μας ψυχές, ποὺ εἶναι ξηρὲς καὶ στυγνές, γιατὶ ζοῦν χωρὶς ἐσένα· γίνε τὸ νερὸ ποὺ θὰ τὶς ποτίση, γιὰ νὰ μὴν εἶναι ποτὲ πιὰ διψασμένες.
Γερ. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
Πηγή: diakonima