in , , ,

Για την προσευχή του Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου Α΄

Για την προσευχή του Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου Α΄

Για την προσευχή του Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου Α΄

Ἀνοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται πνεύματος…

Όλη η ζωή του γέροντα Σωφρονίου ήταν ένας αδιάλειπτος πόθος να πλησιάσει στο Φως του Προσώπου του Θεού, σε Αυτόν που είπε «Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν» (Έξ. 3:14). Όπως ο Μωυσής, επί δεκαετίες φώναζε στον Θεό με δάκρυα: «Ἐμφάνισόν μοι Σεαυτόν!». Η άσβεστη δίψα να διεισδύσει στα μυστήρια της Θείας Ύπαρξης δεν μειώθηκε μέχρι τα βαθιά γηρατειά του πατέρα Σωφρονίου. Με άλλα λόγια, ολόκληρη η ζωή του ήταν προσευχή, επίπονη αναζήτηση του δρόμου προς τον Δημιουργό μας για να Τον ρωτήσει: «Για ποιο λόγο με δημιούργησες;». Αντανάκλαση της ζωντανής παράστασης του γέροντα μπροστά στον Αιώνιο και Ζωντανό Θεό είναι οι προσευχές που παραθέτουμε σε αυτό το βιβλίο, αν και αυτές μας δίνουν μόνο μια μερική ιδέα της βαθιάς προσευχητικής ζωής που κυλούσε μέσα του.

Η προσευχή για τον γέροντα ήταν καθολική. Αφορμή για αυτήν μπορούσε να σταθεί το οτιδήποτε που περιέβαλλε τον ασκητή. Η προσευχή του εκτεινόταν προς τον Θεό και συμπεριλάμβανε τα πάντα. Κάθε κίνηση και κάθε πράξη του άρχιζε και τελείωνε με την αίσθηση της Θείας παρουσίας. Η συνείδηση αυτού αγίαζε τα πάντα. Γύρω από τον ασκητή δημιουργούνταν μια τεταμένη ατμόσφαιρα άμωμης αγιότητας, η οποία εκφράζεται με τα λόγια του Αγίου Σεραφείμ: «Απόκτησε πνεύμα ειρήνης και χιλιάδες γύρω σου θα σωθούν». Είτε αγιογραφούσε, είτε μιλούσε στους ανθρώπους είτε απλώς περπατούσε, «ἐπιτελοῦσε ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ». Για αυτόν δεν υπήρχαν μικρά, ασήμαντα πράγματα, επειδή αντιλαμβανόταν τα πάντα και τους πάντες μέσα από το πρίσμα της προσευχής, εν τω αϊδίω Φωτί της σωτηρίας του Χριστού. Όταν μιλούσες με τον γέροντα, συχνά είχες την αίσθηση ότι και σε ακούει, αλλά ταυτόχρονα παρίσταται εν πνεύματι μπροστά στον Θεό και ακούει την καρδιά του τι θα του αποκάλυπτε το Άγιο Πνεύμα.

Ο γέροντας Σωφρόνιος έλεγε: «Από τον Μεγάλο Θεό πρέπει να ζητάει κανείς τα μεγάλα». Πράγματι, αυτό που εντυπωσιάζει στις προσευχές του είναι η ελεύθερη, τολμηρή, αλλά ποτέ αυθάδης, απεύθυνσή του προς τον Σωτήρα. Η βαθιά προσωπική αίσθηση του Θεού και η επιθυμία για επικοινωνία μαζί Του μέσω της προσευχής ήταν έμφυτη από τη βρεφική του ηλικία. Ο γέροντας διηγούταν ότι, όταν ήταν μικρό παιδί, μπορούσε να προσεύχεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα γονατιστός δίπλα στο παιδικό του κρεβάτι. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, καθώς συνειδητοποιούσε ότι ο εαυτός του βρισκόταν στο σκοτάδι και δεν κατανοούσε τους δρόμους του Θεού και καθώς μαράζωνε μπροστά στο θέαμα της τραγωδίας των ανθρώπων, όπως ο Ιακώβ και ο Ιώβ, αγωνιζόταν μέσω της προσευχής να αποκτήσει την αληθινή γνώση του Θεού και ευρύτερα τη γνώση του τελικού ΝΟΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ, κράζοντας: «Ω Πνεύμα Άγιον, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν: πότισέ μας, τους διψασμένους, με τα μυστηριώδη ρεύματα της γνώσης Σου, και οδήγησε τις ψυχές μας έξω από τη φυλακή της αμαρτίας». Όπως οι αρχαίοι προφήτες, συνομιλούσε και αυτός με τον Θεό πρόσωπο με Πρόσωπο, αλλά μέχρι τα γηρατειά του δεν έπαψε ποτέ να τον συτρίβει η συνειδητοποίηση της μηδαμινότητας και της αδυναμίας του. Μέχρι την τελευταία του πνοή πλησίαζε τον Θεό με φόβο, φοβούμενος μην προσβάλλει το Πνεύμα του Θεού ακόμη και με την παραμικρή κίνηση της καρδιάς του. Αφετηρία της προσευχής του ήταν πάντοτε το όραμα του Χριστού «καθώς εστί», όπως αποκαλύφθηκε στο έργο της σωτηρίας, ένα όραμα που γεννάει την οδυνηρή αίσθηση της αποξένωσής μας από Έναν ΤΕΤΟΙΟΝ Άγιο Θεό και τη θανάσιμη θλίψη, επειδή «βρισκόμαστε στη μέγγενη του αμαρτωλού θανάτου και δεν μας δίνεται η αληθινή ζωή». Αυτή η χαρισματική απόγνωση, η οποία υπερβαίνει κάθε απόγνωση και γεννά μια προσευχητική κραυγή της καρδιάς, έλκυε τον γέροντα επί δεκαετίες να «κραυγάζει» εσωτερικά «πρὸς τὸν δυνάμενον σῴζειν» από αυτόν τον θάνατο, «καὶ εἰσακουσθεὶς ἀπὸ τῆς εὐλαβείας».

Ο γέροντας γνώρισε και μας αποκάλυψε ότι ο δρόμος προς την αληθινή Ύπαρξη περνάει μέσα από την προσευχή όμοια με αυτή της Γεθσημανή, στην οποία η θυσία της αγάπης προσφέρεται μέχρι τέλους. Μόνο τότε ένας άνθρωπος εν Χριστώ και μέσω του Χριστού μπορεί να πει: «Νυν και εγώ ειμί».

Η προσευχή του κατευθυνόταν με εξαιρετική ένταση προς αυτή τη μετάβαση από το θάνατο και τη φθορά των παθών στη ζωή αγιασμένη εξ ολοκλήρου με τις εντολές του Χριστού. Ο γέροντας επαναλάμβανε συνεχώς ότι «με την προσευχή όλα θεραπεύονται, όλα διορθώνονται, όλα καθαρίζονται, όλα ανανεώνονται» και έτσι γι’ αυτόν δεν υπήρχαν απελπιστικές καταστάσεις. Θεωρούσε ότι ο μόνος και ασφαλέστερος τρόπος για την επίλυση και την υπέρβαση όλων των προβλημάτων είναι η «μανιώδης», «απελπισμένη» προσευχή που προέρχεται από τη δυσχερή μας θέση. Ενθάρρυνε σε όλες τις περιστάσεις να φωνάζουμε στον Θεό με πόνο στην καρδιά με τον ακόλουθο τρόπο: «Κύριε Θεέ και Σωτήρα μου, ευμενώς κλίνον το ους Σου στην δέησή μου: Συ οίδας ότι ο αμαρτωλός θάνατος κατατρώει όλο μου το είναι· Σε παρακαλώ, θεράπευσε την καρδιά μου, θεράπευσε το νου μου, θεράπευσε την ψυχή μου, θεράπευσε όλη μου την ύπαρξη με την ευλογία Σου δι΄ευχών του πνευματικού μου πατρός. Αμήν».

Στην εμπειρία του γέροντα, η προσευχή ήταν ζωντανή επικοινωνία με τον Ζωντανό Θεό και ως τέτοια, έπαιρνε άπειρες διαφορετικές μορφές, που αντιστοιχούσαν στις διαφορετικές καταστάσεις του προσευχόμενου. Συνήθιζε να λέει: «Πάντα να ξεκινάτε την προσευχή σας μιλώντας στον Θεό για την κατάστασή σας». Ως βαθιά προσωπική και οικεία πράξη, η προσευχή δεν υπόκειται σε εξωτερικούς νόμους ή περιορισμούς. Πρέπει να είναι εσωτερική υπαρξιακή ανάγκη και πρέπει να τελείται με πνευματική ελευθερία. Ως εκ τούτου, η θεσμοθετημένη προσευχή στα μάτια του είχε μόνο μια προκαταρκτική, παιδαγωγική αξία, αναμφίβολα πολύτιμη, ιδιαίτερα στην αρχή, προκειμένου να αφομοιώσει κάποιος το σωστό πνεύμα προσευχής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ωστόσο, αυτή είναι πολύ ανεπαρκής για να φέρει τον άνθρωπο στην κατάσταση του τέλειου ανθρώπου, στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, «ἵνα ᾖ ὁ Θεὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσιν». «Η προσευχή είναι εσωτερική πράξη του πνεύματός μας. Μπορεί να εκφραστεί με πολλές διαφορετικές μορφές. Καμιά φορά, αλλά ίσως και ιδιαίτερα συχνά στη σιωπή μας ενώπιον του Θεού. Σιωπούμε επειδή ο Θεός γνωρίζει όλο το βάθος των σκέψεών μας, όλες τις προσδοκίες της καρδιάς μας, και δεν είμαστε πάντα σε θέση να τις εκφράσουμε με λόγια. Αλλά ο Θεός καταλαβαίνει τις μυστικές κινήσεις της καρδιάς μας και ανταποκρίνεται σε αυτές…

Το να παρίστασαι ενώπιον του Θεού δεν σημαίνει να στέκεσαι μπροστά στις εικόνες, αλλά να Τον αισθάνεσαι στη βαθιά συνείδηση ως Εκείνον που πληροί τα πάντα. Να Τον ζούμε αληθώς ως την Πρώτη Πραγματικότητα, μετά την οποία ακολουθεί στη σειρά ο κόσμος ως η κατώτερη, δεύτερη, παράγωγη, κτιστή πραγματικότητα. Γι’ αυτό μπορεί να είναι κατάλληλη οποιαδήποτε θέση του σώματος: είτε ξαπλωμένος, είτε περπατητός, είτε καθιστός, είτε όρθιος και τα παρόμοια». Γι’ αυτό του γέροντα δεν του άρεσε να δίνει κανόνες προσευχής. Εμπιστευόταν τον κάθε άνθρωπο μέχρι τέλους, βλέποντας σ’ αυτόν τις πιο τέλειες, τις δυνάμει ύψιστες δυνατότητες, και ήθελε, μέσα από αυτή την ελευθερία, να οδηγήσει τον καθένα στη συνειδητοποίηση της προσωπικής ευθύνης ενώπιον του Θεού. «Για να βρεις τον σωστό δρόμο, το καλύτερο απ’ όλα είναι να το ζητήσεις από τον ίδιο τον Θεό στην προσευχή:

“Κύριε, Συ ο ίδιος δίδαξε με τα πάντα… Δώσε μου τη χαρά της γνώσεως του θελήματός Σου και των οδών Σου… Δίδαξέ με να Σε αγαπώ αληθινά με όλο μου το είναι, όπως μας παρήγγειλες… Οικοδόμησε τη ζωή μου έτσι, όπως Εσύ ο Ίδιος την συνέλαβες στην προαιώνια βουλή Σου… Ναι, ακόμη και για μένα, γιατί Εσύ κανέναν δεν ξέχασες και κανέναν δεν έπλασες για να απολεσθεί… Εγώ με αφροσύνη εκδαπάνησα τις δυνάμεις που μου έδωσες, αλλά τώρα, στο τέλος της ζωής μου, διόρθωσέ τα όλα Εσύ ο ίδιος, και ο ίδιος δίδαξε με τα πάντα… Αλλά με τρόπο που πραγματικά το θέλημά Σου να πραγματοποιηθεί στη ζωή μου, είτε το καταλαβαίνω είτε δεν το καταλαβαίνω μέχρι καιρού… Μην επιτρέπεις να πορευθώ σε ξένους δρόμους, που οδηγούν στο σκοτάδι… αλλά πριν παραδοθώ στον ύπνο του θανάτου, δώσε σε μένα τον ανάξιο να δω το Φως Σου, ώ Φως του κόσμου”».

Για τον γέροντα η προσευχή, όντας οικουμενική και καθολική πράξη – στο χώρο και στο χρόνο, έφτανε στο αποκορύφωμά της στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας, για χάρη της οποίας γίνονταν τα πάντα και η οποία ήταν το επίκεντρο ολόκληρης της ημέρας και πηγή ζωντανής δύναμης γι’ αυτόν. «Η λειτουργική προσευχή με συχνή Θεία κοινωνία είναι πληρότητα. Βέβαια, για αυτό πρέπει να την ζει κανείς και να την κατανοεί. Τότε θα αποκαλυφθεί ότι η Λειτουργία περικλείει ολόκληρη τη ζωή μας· σε αυτήν εμπεριέχονται όλα τα επίπεδα της ύπαρξής μας στην απεύθυνσή της στον Θεό. Η Λειτουργία, αν την ζούμε με όλο μας το είναι, μας επιτρέπει να την ζούμε ως μια πραγματικά Θεία Πράξη, που χωράει όχι μόνο όλο αυτόν τον ορατό κόσμο, αλλά επεκτείνεται απείρως και πέρα από αυτόν». Ως λειτουργική ιεροτελεστία, η προσευχή του απευθυνόταν εξ ολοκλήρου στον Σωτήρα Χριστό και μέσω Αυτού στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. Εμπνεόταν διαρκώς από το όραμα του μεγάλου έργου της σωτηρίας του κόσμου εν Χριστώ, αγκαλιάζοντας όλη την ύπαρξη – και Θεία και ανθρώπινη – σε μια πράξη θυσιαστικής χριστόμορφης αγάπης. Η προσευχή του γέροντα Σωφρονίου χαρακτηρίζεται από το ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την θεοπτία του, με τη βαθιά και καθαρή δογματική του συνείδηση. Μια τέτοια προσευχή είναι αληθινή θεολογία, σύμφωνα με την αγαπημένη του έκφραση, ως «κατάσταση του πνεύματος μας, που οράται άμεσα την ουράνια πραγματικότητα, και το περιεχόμενο της προσευχής μας», στην οποία αποκαλύπτονται τα μυστικά των δρόμων προς τη σωτηρία. Το πιο έντονο και θαυμάσιο παράδειγμα αυτού το έβλεπε στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη. Για τον λόγο αυτό ο Γέροντας αγαπούσε αφάνταστα τις προσευχές της Πεντηκοστής, τα Δογματικά Θεοτοκία, αλλά ιδιαίτερα την Αναφορά της Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου, στην οποία συχνά αναφερόταν ως το τελειότερο παράδειγμα της κατάστασης, όπου η θεωρία μετατρέπεται σε προσευχητική μορφή, η οποία τροφοδοτούσε συνεχώς και τη δική του προσευχή.

Ο γέροντας έβλεπε στην προσευχή, που προσφερόταν με το κατάλληλο πνεύμα, μια πράξη αιώνιας αξίας, και γι΄ αυτό βίωνε κάθε πράξη προσευχής ως ένα νέο γεγονός. Μπορεί να ξεχάσουμε ότι προσευχόμασταν και για ποιο πράγμα προσευχόμασταν, αλλά η ενέργεια της προσευχής παραμένει στον Θεό και θα συναναστηθεί μαζί μας την ημέρα της ανάστασης.

Έλεγε επίσης ότι «η προσευχή λειτουργεί με αργό και ευγενή τρόπο. Η επίδρασή της μπορεί να είναι στιγμιαία, αλλά μπορεί επίσης να εκδηλωθεί σε πέντε, δέκα ή είκοσι χρόνια μετά την προσευχή, διότι κανένας προσευχητικός αναστεναγμός δεν χάνεται ενώπιον του Θεού. Έτσι θεωρούσε, για παράδειγμα, ότι η παγκόσμια και αγαπητική τιμή που απολαμβάνει στις μέρες μας ο Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ, αποτελεί καρπό του αγώνα μετανοίας του πάνω στην μεγάλη πέτρα, που μέχρι τότε επενεργούσε μυστικά στον κόσμο. Πάνω απ’ όλα, συχνά επεσήμαινε την αδιάλειπτη ενέργεια της εν Γεθσημανή προσευχής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τη ζωντανή και τη ζωοποιό παρουσία Του στον κόσμο, από τη στιγμή που προσφέρθηκε και, το ότι ως Φως της Θείας Αγάπης, έγινε το περιεχόμενο της δοξολογίας των ουρανίων δυνάμεων και το απαραίτητο και σωτήριο αγαθό όλων των υιών του Αδάμ.

Οι περισσότερες από τις προσευχές που δημοσιεύονται στο βιβλίο γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής του γέροντα στο St Genevieve de Bois, κοντά στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μετά την αναχώρησή του από το Άγιο Όρος και όπου έζησε από το 1946 έως το 1959. Πολλές από αυτές είναι απλά σχέδια, καθώς ο Γέροντας δεν είχε ποτέ το χρόνο ή την ελευθερία να τις επεξεργαστεί και να τις επιμεληθεί: «Ό,τι έγραψα, το έγραφα πάντα κάπου στο τρένο, στην άκρη ενός τραπεζιού, τα μεσάνυχτα, μισοάρρωστος. Ποτέ δεν είχα τις κατάλληλες συνθήκες για μια τέτοια δουλειά». Ωστόσο, για εκείνη την εποχή ο γέροντας έλεγε ότι είχε τέτοια έμπνευση που οι προσευχές του ξεχύνονταν από μόνες τους στο χαρτί. Αφενός λόγω του γεγονότος ότι αμέσως μετά την αθωνική έρημο βρισκόταν τότε σε μια εξαιρετικά ευνοϊκή πνευματική κατάσταση «απάθειας», αφετέρου, ίσως, λόγω του ότι η περίοδος εκείνη ήταν εξαιρετικά δύσκολη γι’ αυτόν και γεμάτη από διάφορες θλίψεις και δοκιμασίες: η ακραία φτώχεια, η αναπηρία και η σωματική ασθένεια και πολλά άλλα πράγματα τον επιβάρυναν. Σε πολλές από τις προσευχές του μπορεί κανείς να ακούσει τον απόηχο από αυτά τα βαριά βάσανα, τα οποία αναμφίβολα βάθυναν την κραυγή του προς τον Θεό: «Το λεπτό ύφασμα της καρδιάς μου σχίζεται οδυνηρά και η ψυχή μου εξουθενώνεται ακολουθώντας τα βήματά Σου…. Μνήσθητι τας ασθενείας ημών και τας θλίψεις, τους κόπους και τας κακοπαθείας, και κατά το πλήθος των θλίψεων και των στεναγμών ημών, πλήθυνε το έλεός Σου εφ ημάς…».

Για τον γέροντα η προσευχή ήταν το άλλο όνομα της ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ. Η προσευχή, ως ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, της «Ζωής Χορηγού», στην καρδιά, προσπαθούσε να ζωογονεί όλο τον περιβάλλοντα κόσμο, προσδίδοντας σε κάθε περίσταση μια αιώνια οικουμενική διάσταση. Ο Γέροντας διέθετε μια σπάνια και εκπληκτική δημιουργική δύναμη, η οποία εκφραζόταν σε όλους τους τομείς της ζωής – τόσο πνευματικής όσο και πρακτικής – μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Είτε έχτιζε ναό ή μοναστήρι, είτε έγραφε βιβλία ή προσευχές είτε αγιογραφούσε, και κυρίως, είτε παρηγορούσε και καθοδηγούσε ανθρώπινες ψυχές, προσπαθούσε να δημιουργήσει κάτι καινούργιο, που να αντιστοιχεί στο σαφές θεολογικό του όραμα για την ολότητα της ύπαρξης. Υπό το πρίσμα αυτό, υπάρχει μια εκπληκτικά αρμονική σχέση ανάμεσα σε όλα τα έργα του: λειτουργικά, εικονογραφικά και γραπτά, όπου μπορεί κανείς να αισθανθεί το ίδιο πνεύμα με διαφορετικές μορφές. Στον γέροντα άρεσε να συγκρίνει τη προσευχητική ζωή με το νερό που άλλοτε ρέει ήσυχα, αθόρυβα, άλλοτε αιφνιδιαστικά με οργή, και μετά πάλι ήρεμα σαν τον καθρέφτη που αντανακλά το ουράνιο φως. Η προσευχή του, όπως το ζωντανό νερό, αποκτούσε ατελείωτες παραλλαγές, ακολουθώντας την έμπνευση του πνεύματός του. Αυτό μπορεί να εξηγήσει το ότι υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές της ίδιας προσευχής. Ο γέροντας διαφοροποιούσε ακόμα και την προσευχή του Ιησού, εισάγοντας αυτή ή την άλλη λέξη για να της δώσει περισσότερο όγκο: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, Υιέ του Πατρός, ο αίρων την αμαρτία του κόσμου, ελέησον ημάς… Κύριε Ιησού Χριστέ, ο καθήμενος εν δεξιά του Πατρός, ελέησον ημάς και τον κόσμο Σου… Κύριε Ιησού Χριστέ, ιλάσθητί μας τους αμαρτωλούς».

(Ακολουθεί συνέχεια…)

Ηγούμενος Σεραφείμ (Μπαραντέλ)
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα

Azbyka.ru

11/19/2024

* Το κείμενο αποτελεί πρόλογο του βιβλίου με συλλογή προσευχών του γέροντος Σωφρονίου που εκδόθηκε στη Ρωσία το 2004: Архимандрит Софроний (Сахаров). Молитвенное приношение. М., 2004.

»»»»»»  ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ  ««««««



Report