O Καραγάτσης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Θεοτοκάς είναι μερικοί από τους πιο προβεβλημένους εκπροσώπους της Γενιάς του ’30.
Είναι η Γενιά που μετά το οριστικό θάψιμο της Μεγάλης Ιδέας και την μικρασιατική καταστροφή, δηλαδή ακριβώς μετά και λόγω του μικρασιατικού Συλλογικού Τραύματος επιχείρησε και κατόρθωσε να επεξεργαστεί το συλλογικό τραύμα, με τον μοναδικό τρόπο που αυτό μπορεί να συμβεί: επαναπροσδιορίζοντας την ελληνικότητα και άρα επανοηματοδοτώνας τη ζωή του ελληνικού συλλογικού.
Οι σπουδαίοι αυτοί «συλλογικοί μας θεραπευτές» ερχόμενοι σε επαφή με την Ευρώπη προσπάθησαν και πέτυχαν «να συγκεράσουν με τρόπο ελληνικό τον μοντερνισμό με την παράδοση, τον κοσμοπολιτισμό με την εντοπιότητα και να εκφράσουν το συλλογικό ασυνείδητο της εποχής τους».
«Η Γενιά του ’30 ανακάλυψε, θαύμασε και αγάπησε τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό σε όλες τις εκδηλώσεις του, από την ντοπιολαλιά μέχρι τους ανώνυμους λαϊκούς ζωγράφους».
Στο αντίποδα τους βρίσκονται αυτοί που απεχθάνονται οτιδήποτε ελληνικό και που κοιτούν με υποτίμηση ό,τι λαϊκό, σηκώνοντας το επικριτικό τους φρύδι για την «ακαλαίσθητη και ακαλλιέργητη πλέμπα του Λαού», που δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες των Ευρωπαϊκών και ατλαντικών ιερατείων.
Η Γενιά του ’30 αποτελεί υπόδειγμα θεραπευτικής επεξεργασίας του συλλογικού μας τραύματος, δηλαδή του τραύματος της μειονεξίας έναντι της πεφωτισμένης Εσπερίας. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για την πιο θεραπευτική ανταπόκριση στο Τραύμα γιατί κατορθώνει να μεταμορφώσει την υπαρξιακή κρίση που προκαλεί το τραύμα σε εκ νέου υπαρξιακή νοηματοδότηση.
Και γι’ αυτό ακριβώς οφείλει να εξοστρακιστεί. Να καεί στο πυρ το εξώτερον, γιατί χαλάει την απονοηματοδοτική πιάτσα. Γιατί σήμερα, που ο Λαός μας έχει ανάγκη περισσότερο από ποτέ να δώσει ένα νέο νόημα σε όσα τραγικά έχει υποστεί, τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια, σήμερα που ο Λαός μας καλείται και πάλι να μεταμορφώσει επουλωτικά την υπαρξιακή μνημονιακή κρίση, η επεξεργασία του τραύματος «πρέπει» να διακοπεί. Η μνήμη, ακόμη, και της Γενιάς του ’30 πρέπει να επανεγγραφεί στη συλλογική μας συνείδηση με όρους απέχθειας και ντροπής.
Ιδιαίτερα μάλιστα μια επεξεργασία του τραύματος που θα μπορούσε να συγκεράσει εκ νέου την ελληνική με την ευρωπαϊκή ταυτότητα, το παραδοσιακό με το μοντέρνο, το λαϊκό με το «διανοουμενίστικο», το κοσμοπολίτικο με το τοπικό, ειδικά αυτό δεν επιτρέπεται να συμβεί.
Το μόνο που επιτρέπεται είναι μια Βρυξελλιώτική φαντασίωση, μια αποφυγή του Τραύματος ή μια εθελόδουλη μειονεκτική υποταγή στην ανέραστη κορεκτίλα της Δύσης. Δηλαδή μια ζωή δίχως νόημα…ώστε να είναι «εφάμιλλη των καλυτέρων ευρωπαϊκών»… και ενας Λαός υποταγμένος και ενοχικός. Γιατί «τέτοιοι που είμαστε καλά να πάθουμε».
Αντώνης Ανδρουλιδάκης
»»»»»» ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ ««««««