Γρηγόρης Κεντητός
Όταν ο Μωυσής ανέβηκε στο όρος Σινά, δεν έλαβε μόνο τις πλάκες του Νόμου. Έλαβε και το σχέδιο για μια λυχνία. Όχι μία οποιαδήποτε.
Ήταν φτιαγμένη από καθαρό χρυσάφι, με έξι καμπυλωτούς βραχίονες και έναν κεντρικό κορμό. Επτά λυχνάρια, που θα έκαιγαν κάθε νύχτα με αγιασμένο ελαιόλαδο. Ήταν η Μενορά, η επτάφωτος λυχνία. Σύμβολο του Φωτός, του Θεού και της Θείας Παρουσίας.
Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Σκηνή του Μαρτυρίου, την κιβωτό των Εβραίων στην έρημο. Αργότερα, τοποθετήθηκε με τιμή στον Ναό του Σολομώντα, ανάμεσα σε χερουβείμ και πολύτιμα σκεύη. Έκαιγε κάθε βράδυ. Λένε πως ο μεσαίος λύχνος της δεν έσβηνε ποτέ. Ακόμα και όταν τελείωνε το λάδι, αυτός συνέχιζε να καίει. Το ονόμασαν «το θαύμα του δυτικού λύχνου».
Όταν οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν τον Δεύτερο Ναό της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ., πήραν τη λυχνία ως λάφυρο. Στην Αψίδα του Τίτου, στη Ρώμη, μπορεί κανείς να δει μέχρι σήμερα τη σκηνή της αρπαγής. Η λυχνία υψώνεται ανάμεσα σε στρατιώτες, σημάδι νίκης, μα και ιεροσυλίας.
Αργότερα, λέγεται ότι μεταφέρθηκε στον Ναό της Ειρήνης. Από εκεί, την πήραν οι Βησιγότθοι. Κι έπειτα οι Βάνδαλοι. Την πήγαν στην Καρχηδόνα. Το 533, ο στρατηγός Βελισσάριος την κατέκτησε και την έφερε στην Κωνσταντινούπολη. Παρήλασε στους δρόμους της Πόλης ως σύμβολο νίκης. Την έστειλαν πίσω στην Ιερουσαλήμ. Και εκεί… η ιστορία της χάνεται. Το 614, οι Πέρσες κατέλαβαν την πόλη και την λεηλάτησαν. Ποτέ ξανά δεν βρέθηκε η λυχνία.
Στην Ορθόδοξη παράδοση, η επτάφωτος λυχνία δεν ξεχάστηκε. Στεφανώνει ακόμα το Ιερό Βήμα, πάνω ή πίσω από την Αγία Τράπεζα. Ανάβει στα μεγάλα μυστήρια, συμβολίζει τα επτά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Δεν είναι πια μόνο ανάμνηση του Σινά ή του Ναού του Σολομώντα. Είναι φως ακοίμητο, φλόγα πίστης, που πέρασε αιώνες, λαούς και αυτοκρατορίες, χωρίς ποτέ να σβήσει.
»»»»»» ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ ««««««