Η πολιορκία του Λένινγκραντ με τα μάτια μιας αυτόπτη μάρτυρα. Μέρος Α
Στις 27 Ιανουαρίου 1944, ως αποτέλεσμα της στρατηγικής επιθετικής επιχείρησης Λένινγκραντ-Νόβγκοροντ, τα γερμανικά φασιστικά στρατεύματα κοντά στο Λένινγκραντ (σήμερα Αγία Πετρούπολη) ηττήθηκαν τελικά και ο αποκλεισμός της πόλης άρθηκε. Ο αποκλεισμός της ηρωϊκής πόλης, που ξεκίνησε στις 8 Σεπτεμβρίου 1941, διήρκεσε 872 ημέρες και κατέστη ο πιο αιματηρός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η μοναχή Θεοδοσία, που ζει σήμερα στη Μονή Σεραφείμ-Βυρίτσκι, είναι μάρτυρας εκείνων των τρομερών ημερών [1].
Ο μοναχός Βαρλαάμ (Καραμπάσεφ) και η ιερόσχημη μοναχή Θεοδοσία
Ένα τακτοποιημένο κελλί, καθαρό και παστρικό, η μυρωδιά του θυμιάματος και οι αδελφές να φροντίζουν τη μητερούλα. Η ίδια η μητέρα Θεοδοσία καθόταν στο κρεβάτι φέροντας το σχήμα, αδύνατη, τα πόδια της καλύπτοντο με μια κουβέρτα, ένα ευχάριστο πρόσωπο με ακονισμένα τα χαρακτηριστικά μιας 98χρονης[2] γερόντισσας, ένα χαλαρό αλλά ζωντανό και προσεκτικό βλέμμα, που εξέπεμπε προσευχή και γαλήνη. Μετά τον χαιρετισμό, την αμοιβαία ευλογία και τους πρώτους συνηθισμένους διαλόγους μεταξύ των μοναχών, άρχισα να μιλάω για τον σκοπό της σημερινής επίσκεψης.
– Μητερούλα, ήθελα να συνομιλήσω μαζί σας για τον πόλεμο, λίγοι από τους αυτόπτες μάρτυρες παρέμειναν, ιδιαίτερα, βέβαια, ήθελα να ακούσω για την πολιορκία, από εκείνους που την έζησαν οι ίδιοι. Ήσουν στην Αγία Πετρούπολη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, έτσι δεν είναι;
– Ναι, στο Λένινγκραντ. Ήμουν 16 ετών στην αρχή του πολέμου, δούλευα σε εργοτάξιο.
– Μητερούλα, πώς ξεκίνησε ο αποκλεισμός για σας;
– Πώς; Να, έτσι ξεκίνησε: ήρθαμε να δουλέψουμε το πρωί – ενημερωθήκαμε για τον πόλεμο, μας κακοφάνηκε, ακόμη και η δουλειά ακυρώθηκε και όλοι ήρθαμε στον ξενώνα. Όπως πάντα, δεν υπήρχε τίποτα για φαγητό στον ξενώνα, δεν κρατήσαμε αποθέματα, μα τότε αφού θέλαμε να φάμε, κατεβήκαμε στο μαγαζί για να αγοράσουμε κάτι για φαγητό.
Κι εδώ ήταν έτσι – φτάσαμε στο μαγαζί και μείναμε έκπληκτοι: το μαγαζί ήταν άδειο, απλά όλα στα ράφια τα σάρωσαν.
– Και πώς, μητερούλα, τα μαγαζιά σε όλη τη διάρκεια του αποκλεισμού ήταν άδεια από τότε;
– Φυσικά! Το όνομα του πατέρα μου ήταν Φίλιππος, εργαζόταν μαζί μας στο εργοτάξιο, ενώ σε όλους μας ανατέθηκε εργασία στο Τάγμα αποκατάστασης έκτακτης ανάγκης. Στην αρχή δεν μας έδιναν ψωμί, μας τάιζαν φακές και ό,τι άλλο μπορούσαν, μετά άρχισαν να μας δίνουν ψωμί 350 ή 400 γραμμάρια την ημέρα. Τότε όλα ήταν καλά, στην αρχή ξεφορτώναμε τούβλα: τα τούβλα ξεφορτώνονταν από τη μαούνα και τα μεταφέραμε με τα καρότσια εκεί που έπρεπε – ήμουν ήδη δεκαεπτά χρόνων.
Η μητερούλα, μου μιλούσε ήρεμα και αβίαστα. Τα λόγια της γερόντισσας «ήταν καλά», φαινόταν ασυνήθιστα, δεν ήταν σαφές τι εννοούσε, αλλά το πρόσωπό της ήταν ήρεμο και σοβαρό. Και αυτό το βλέμμα: όσο κι αν συνομίλησα με γυναίκες της πολιορκίας, όταν θυμόντουσαν τον αποκλεισμό, όλες είχαν παρόμοια εμφάνιση – κάπως τόσο ατέρμονη όσο και βαθιά, πένθιμη και ταυτόχρονα απαθής, δεν μπορώ να περιγράψω με μεγαλύτερη ακρίβεια την εμφάνιση ενός επιζώντος και είδα πολλούς θανάτους, και αυτοί δεν ήταν στρατιώτες – οι στρατιώτες μοιάζουν επίσης μεταξύ τους μόνο με μια ματιά, μόνο είναι εντελώς διαφορετική.
Αλλά η συζήτηση με την μοναχή, συνεχίζεται. Η συνομιλία με τη μητερούλα ήταν ευθεία, ενδιαφέρον ήταν, ότι οι αναμνήσεις όλων των γυναικών της πολιορκίας είναι αποσπασματικές, απλές, ορατές, χωρίς ακόμη και να μπορούν να συγκρατήσουν όλες τις αναμνήσεις εκείνης της εποχής και έτσι ο Κύριος διατηρούσε την ηθική τους δύναμη. Πρώτα, γενικές ερωτήσεις, μετά προχωράω σε πιο συγκεκριμένα θέματα.
Με την ενθύμηση της πολιορκίας, όλες οι πολιορκημένες είχαν παρόμοια εμφάνιση – πένθιμη και ταυτόχρονα απαθή
– Μητερούλα, έτυχε να σας βομβαρδίσουν;
Ο ιερόσχημη με κοίταξε κάπως προσεκτικά, αλλά λίγο περίεργα, το σκέφτηκε και χαμογέλασε για πρώτη φορά.
– Ναι, μα ποιος ξέρει, έτυχε ή όχι…
Σταμάτησε για μια στιγμή.
– Μια μέρα γυρίζαμε στο σπίτι από τη δουλειά και τα πάνινα παπούτσια μου σχίστηκαν, κάπως τα ράψαμε με σύρμα για να φτάσουμε στον κοιτώνα, αλλά είχα καινούργια στο ντουλάπι μου εκεί. Και όταν έφτασα, δεν τα βρήκα, καλά, κάποιος τα πήρε. Εντάξει, σκεφτόμουν τι να κάνω. Και σύντομα μας μετέφεραν σε μια πρόχειρη ιδιοκτησία στο Βσεβολόζσκ, κι εκει άρχισε ο βομβαρδισμός, μας πήραν από τη μεριά της Βαλτικής και μας άφηναν στη συνέχεια σε διάφορους σταθμούς. Μείναμε στη Λερμόντοφσκι, ξέρετε;
– Ναι, μητερούλα, έμενα εκεί πολύ κοντά, στην Ντροβιάναγια.
– Και, καλά, καθώς περπατούσαμε από την Φινλιάντσκι για το σπίτι μας, όταν φτάσαμε στην Κάρλα Μάρξα, άρχισαν οι βομβαρδισμοί εκεί, ενώ άρχισαν αμέσως να μας φωνάζουν σε ποια πλευρά πρέπει να πάμε, οπότε και πήγαμε. Εγώ και η φίλη μου και τρία άλλα κορίτσια:
Η μια, πολύ νεαρή, με ένα μπουκέτο λουλούδια, τόσο όμορφο, που το κοιτούσα όλη την ώρα. Και έτσι το πόδι μου τσακίστηκε με αυτά τα πάνινα παπούτσια. Λοιπόν, είναι αδύνατο να πατήσω το πόδι μου, λέω στη φίλη μου: «ας σταθούμε για λίγο, πονάει – δεν αντέχω». Και όλα τριγύρω βροντοβολούσαν: μπουμ, μπουμ, μπουμ – κι έτσι, σταματήσαμε, κάναμε ένα μικρό διάλειμμα και συνεχίσαμε να προφτάσουμε τις φίλες μας. Περπατήσαμε λίγο, κοιτάζω – χάμω αυτό το μπουκέτο λουλουδιών πεσμένο, και δίπλα αυτό το κορίτσι, λίγο πιο πέρα ήταν οι δύο φίλες της, όλες σκοτώθηκαν. Τρέξαμε σε ένα γκρεμισμένο σπίτι, στο ισόγειο, ενώ στην οροφή ακούγονταν χτύποι: μπουμ, μπουμ, μπουμ, και το λοιπόν, λουφάξαμε εκεί.
– Ήταν τρομακτικό, μητερούλα;
Το ίδιο βλέμμα με αυτό όλων των πολιορκημένων γυναικών – στοχαστικό, εστιασμένο μακριά, μα και κοντά ταυτόχρονα και σαν μέσα από ένα πέπλο – ήταν αδύνατο να εκφραστεί διαφορετικά, και πάλι η ήρεμη, μετρημένη φωνή της γερόντισσας:
– Φυσικά, ειδικά στην αρχή, απλώς αναπηδούσαν (και έδειξε πώς αγκαλιάζονταν από τους ώμους), κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού και ξεχνούσαν την πείνα, ενώ στη συνέχεια κάπως το συνήθισαν. Μέχρι το τέλος της πολιορκίας, όλοι ήταν τόσο αποσταμένοι και εξαντλημένοι που δεν είχαν τη δύναμη να τρέξουν ούτε ίσαμε το καταφύγιο. Ναι, έτσι συνέβησαν και κοιμηθήκαμε κάτω από βομβαρδισμούς… Η φίλη μου και η μητέρα της κοιμήθηκαν στο ίδιο κρεβάτι, τη νύχτα κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού, μια γωνιά του σπιτιού τους κατέρευσε και η μητέρα της σκοτώθηκε, ενώ η φίλη μου το συνειδητοποίησε μόνο το πρωί, όταν ξύπνησε και είδε ότι η μητέρα της είχε σκοτωθεί – ήταν ήδη παγωνιά. Έμεινε στο σπίτι μια μέρα, πέρασε τη δεύτερη νύχτα δίπλα στη μητέρα της, με τη σκοτωμένη γυναίκα: υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι, αλλά δεν υπήρχε δύναμη να το τραβήξεις, τότε κάποιος βοήθησε και την μετέφεραν σε έλκηθρο στο νεκροταφείο Κράσνιενκογιε.
– Και πώς την ενταφίασαν;
– Ποιον και τι να ενταφιάσουν εκεί! Τους έσυραν πιο κοντά στο φράχτη του νεκροταφείου και τους άφηναν, εκεί βρισκόντουσαν εκείνοι που τους έθαβαν, έσκαβαν λάκκους και μάζευαν όλους που κείτονταν μέσα και γύρω από το νεκροταφείο, έτσι τους έθαβαν όλους μαζί. Ναι… Μετά μεταφερθήκαμε στο 2ο Μουρίνσκι, ο πατέρας μου ήταν σε σοβαρή κατάσταση, έλεγε συνέχεια, «θα πεθάνω και συ θα ζήσεις». Είχε μια σοβαρή μορφή δυστροφίας και ο οργανισμός του δεν δεχόταν πλέον ούτε ψωμί – χρειαζόταν ζάχαρη ή γλυκόζη, αλλά πού μπορούσα να τα βρω; Ο πατέρας πέθανε…
Δεν μπορούσα να γυρίσω τα μάτια μου από το βλέμμα της ιερόσχημης. Υπήρχε η αίσθηση ότι έκλαιγε, αλλά δεν υπήρχαν δάκρυα, τα μάτια της ήταν καλυμμένα με μια λεπτή και πολύ πυκνή ομίχλη. Τι παράξενο σήμερα: πώς θα μπορούσε να βρεθεί λίγη ζάχαρη για να σώσει τον πατέρα; Ναι, ήταν αδύνατο, απολύτως αδύνατο, ειδικά στην περίπτωση ενός απλού κοριτσιού.
10/31/2024
»»»»»» ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ ««««««