Η σαλή Ντόμνα Τόμσκαγια: σε τι εξέπληξε τους ανθρώπους η «ευλογημένη σιβηριανή Ξένια»
Μέρος Α
Έγχρωμη φωτογραφία του Τομσκ, πριν την επανάσταση, από ανοιχτές πηγές
Η νύχτα αποδείχθηκε ανησυχητική για τους κατοίκους του Τομσκ: τα σκυλιά γάβγιζαν στο δρόμο. Κάποιος, μη μπορώντας να το αντέξει, άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα και φώναξε: πετάξτε κάτι σε αυτά, μπορεί να το βάλουν στα πόδια. Ξαφνικά, εν μέσω γαυγισμάτων, ακούστηκε μια στεντόρεια γυναικεία φωνή: «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς! Όλες οι δυνάμεις του ουρανού, Χερουβείμ και Σεραφείμ, προσευχηθείτε στον Θεό για εμάς!» «Αυτή ήταν λοιπόν, η Ντόμνα Καρπόβνα, την αναγνώρισαν οι δημότες και απάντησαν: —Ευλογημένη Ντόμνα, προσευχήσου για εμάς!» Και αφού επήλθε η ηρεμία, έκλεισαν τα παράθυρα: Η Ντόμνα Καρπόβνα δεν θα αφήσει την πόλη απροστάτευτη.
Μια γαλαζοαίματη κατάδικος;
Αν κάποιος βρισκόταν σε έναν δρόμο του Τομσκ, εκείνη την ώρα, θα αντίκρυζε μια γυναίκα να κάθεται ανάμεσα σε ένα κοπάδι αδέσποτων σκύλων, ακριβώς πάνω στο πεζοδρόμιο. Ωστόσο, η άμορφη σιλουέτα της, έμοιαζε περισσότερο με μια σκοτεινή χιονοστιβάδα. Το σώμα της ήταν καλυμμένο με μικρές, συνδεδεμένες σακούλες. Η γυναίκα τις ταξινομούσε πολύ σβέλτα, τις έλυνε, τις έδενε και άλλαζε θέσεις. Τα σκυλιά ούρλιαζαν, μαζεύτηκαν κοντά της — ενώ οι σακούλες από το ψωμί και το κρέας μύριζαν πολύ έντονα. Τα σκυλάκια μύριζαν και η ευλογημένη τα χάιδευε, τραβούσε το ακρώμιό τους, έπαιρνε φαγητό από τον κόρφο της, έδινε το ένα κομμάτι στο ένα, το άλλο στο άλλο σκυλί και κάτι έλεγε στο αυτί τους.
Ένας λεπτός, μαλλιαρός ράτσας Μπαρμπός, με σπασμένο το ένα πόδι, είχε ένα σχοινί να κρέμεται από το λαιμό του. Δεν ήταν αποκομμένο, αλλά προσεχτικά ξεσφυγμένο. Ο σκύλος κουνούσε την ουρά του και προσπαθούσε να πλησιάσει τη γυναίκα, δείχνοντας με όλη του την παρουσία, πόσο ευγνώμων ήταν στη σωτήρα του. Μετά από όλα, ήταν αυτή η ίδια που μπήκε κρυφά στην αυλή του αφεντικού του και έκοψε το σχοινί με το οποίο καθόταν εκεί τόσα χρόνια.
Ντόμνα Τόμσκαγια Η Ντόμνα Καρπόβνα ήταν σαλή[1], ευλογημένη και άνθρωπος του Θεού. Στο Τομσκ, την γνώριζαν και όχι μόνο δεν την κυνηγούσαν, αντίθετα, την υποδέχονταν με κάθε δυνατό τρόπο. Κανένας δεν ήξερε ακριβώς, πώς εμφανίστηκε στην πόλη. Έλεγαν διάφορα γι αυτήν πράγματα: ότι ήταν φυγάς κατάδικη — σκότωσε την υπηρέτριά της, λένε, και τώρα έχει τύψεις στη συνείδησή της — ότι ήταν γαλαζοαίματη καθώς και ότι ήρθε από κάπου από το νότο, από μακριά. Φυσικά, αυτή δεν σκότωσε κανέναν. Αλλά ποια ήταν πραγματικά η ευλογημένη Ντόμνα Τόμσκαγια, η οποία προσευχήθηκε τη νύχτα κάτω από τα ουρλιαχτά των αδέσποτων σκυλιών;
Μπορούμε να ανασύρουμε τις περισσότερες πληροφορίες γι αυτή την σαλή, από τα απομνημονεύματα του αρχιερέως Νικολάι Μητροπόλσκι. Στα μέσα του 19ου αιώνα, υπηρέτησε στην εκκλησία του χωριού Βοζνεσένσκι της επαρχίας του Τομσκ. Υπήρχε μια εμποροπανήγυρη εκεί κάθε χρόνο, και η ευλογημένη ζούσε στο Βοζνεσένσκι καθώς και στα γύρω χωριά μέχρι το φθινόπωρο. Οι σημειώσεις του πατέρα Νικολάι «Η σαλή Ντόμνα Καρπόβνα» δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Καταστάσεις της Επισκοπής του Τομσκ» του 1882. Ελήφθησαν ως βάση, από τους συντάκτες του βίου της αγίας — ενώ το 1916, το όνομά της συμπεριλήφθηκε στο «Σιβηρικό πατερικό», το οποίο απαριθμούσε όλους τους υποψήφιους για επίσημη ένταξη στη σύναξη των Αγίων της Σιβηρίας. Αλλά μόνο στις 10 Ιουνίου του 1984, η ευλογημένη Ντόμνα αγιοκατατάχτηκε.
Υπό δίκην — κάτωθεν του στέμματος
Η ίδια η Αγία δεν ήθελε να μιλάει για τον εαυτό της. Πολλά πράγματα κατέληγε να μαντευτούν από τις περιστασιακές παραδρομές του λόγου της. Η ομιλία της Ντόμνα Καρπόβνα την χαρακτήριζε ως εντόπια της Μικρής Ρωσίας. Στον κατάλογο της αποστολής του Τομσκ για τους εξόριστους (ένα ίδρυμα όπου κρατούνταν οι κατάδικοι), η Ντόμνα αναφερόταν ως Μαρία Σλέπτσενκο, η οποία δικάστηκε στην επαρχία της Πολτάβας για αλητεία και στάλθηκε στη Σιβηρία για εγκατοίκηση.
Οι πληροφορίες, σχετικά με την ηλικία της Ντόμνας, είναι επίσης κατά προσέγγιση. Ο πατέρας Νικολάι έγραψε: «Ζήτησα από έναν γνωστό μου, γραμματικό της ενορίας Ιτκούλ της πόλης Μπορίσοφ, να μου στείλει ένα αντίγραφο του καταλόγου των άρθρων (ένα έγγραφο αστυνομικού αρχείου. — Έκδ.) της Μαρίας Σλέπτσενκο. Αλλά αποδείχθηκε ότι η διοίκηση της ενορίας κάηκε το 1840. Και μαζί με αυτό, κάηκε, επίσης και η λίστα άρθρων για τη Μαρία Σλέπτσενκο. Απόρροια της μοίρας, οι απογραφικοί κατάλογοι (έγγραφα σχετικά με την απογραφή του πληθυσμού. — Έκδ.), που συντάχθηκαν το 1834, διασώθηκαν, σε έναν εκ των οποίων η Μαρία Σλέπτσενκο καταχωρήθηκε στον αριθμό 18 και 30 ετών.»
Από αυτή τη μαρτυρία, μπορεί να υποτεθεί, ότι η ευλογημένη γεννήθηκε το 1804. Κάποτε, σε μια συνομιλία της με μια μικροαστή, την Τατιάνα Ποπόβα, η Ντόμνα ανέφερε, ότι δεν είχε γονείς, αλλά ζούσε με μια θεία της. Προφανώς, το κορίτσι έμεινε ορφανό νωρίς, αλλά η οικογένεια των συγγενών, που την προστάτευαν δεν ήταν φτωχή, ίσως ακόμη και ευγενής, και έτσι έλαβε καλή εκπαίδευση. Είναι αλήθεια, ότι η ίδια η ευλογημένη, προσπαθούσε να μην επιδεικνύει την εκπαίδευσή της, αλλά υπήρχε ένα περίεργο επεισόδιο.
Ένα σημείωμα για την αγία και σαλή Ντόμνα στην Εφημερίδα της Επισκοπής του Τομσκ (1883. — Αριθ. 6 (15 Μαρτίου)). Πηγή: Περιφερειακή Γενική Επιστημονική Βιβλιοθήκη εξ ονόματος του Α. Σ. Πούσκιν Κάποτε, κάποια κυρία αρχόντισσα, πέρασε από το Βοζνεσένσκογιε, γνώρισε την Ντόμνα, διανυκτέρευσε στο χωριό και συνομίλησαν όλη τη νύχτα. Τυχαίοι μάρτυρες επιβεβαίωσαν, ότι αυτή η συζήτηση διεξήχθη… σε ξένη γλώσσα! Ο πατέρας Νικολάι ισχυρίστηκε, ότι η Ντόμνα δεν γνώριζε ούτε μία, αλλά πολλές ξένες γλώσσες, ήταν καλοδιατηρημένη και, προφανώς, πολύ όμορφη στη νιότη της. Αυτό αποδεικνύεται και από τις δικές της αναμνήσεις: η ευλογημένη έλεγε στους φίλους της, ότι στα νεανικά της χρόνια, ήταν κουρασμένη από την επιμονή των μνηστήρων. Η ίδια δεν ήθελε να παντρευτεί καθόλου, από τα νεανικά της χρόνια διήγε έναν ευσεβή τρόπο ζωής, αποφασίζοντας να διατηρήσει την παρθενία της, για χάρη του Χριστού.
Οι συγγενείς, θεώρησαν, ότι όλα αυτά ήταν μια ιδιοτροπία, ωστόσο ανακινούσαν το θέμα του γάμου, αλλά η νύφη έφυγε την τελευταία στιγμή! Σύμφωνα με δικά της λόγια, «περπάτησε σε ένα νηπιαγωγείο και από εκεί έφυγε», αλλάζοντας σε απλά τα ρούχα της — δηλαδή, πριν από αυτό το γεγονός, τα ρούχα της δεν ήταν «απλά», γεγονός που αποδεικνύει για άλλη μια φορά, ότι η οικογένεια ήταν πλούσια.
Η φυγάς, πήγε κατευθείαν από το σπίτι της θείας της, στο μοναστήρι. Έδωσε στον εαυτό της ένα όνομα, που η ίδια επινόησε — Μαρία Σλέπτσενκο. Αλλά εκεί δεν δέχτηκαν ένα κορίτσι στα κουρέλια, χωρίς έγγραφα και με ένα όνομα που δεν εμφανιζόταν σε κανένα επίσημο χαρτί. Και πήγε σε άλλο μοναστήρι. Αλλά ακόμη και εκεί δεν έφτασε ως την αυλή — την πέρασαν για τρελή. Έτσι ένα κορίτσι, από ένα αρχοντόσπιτο, κατέληξε μια αλήτισσα.
Η αστυνομία σύντομα ενδιαφέρθηκε γι αυτήν: στην Πολτάβα, η Μαρία μεταφέρθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα, ανακρίθηκε, δεν βρέθηκαν ίχνη της Μαρίας Σλέπτσενκο στον τόπο που ανέφερε ως τόπο γέννησής της, καταδικάστηκε για αλητεία και εξορίστηκε στη Σιβηρία για ισόβια εγκατάσταση στην πόλη Κάινσκ — σήμερα είναι η πόλη Κουϊμπίσεφ, της περιοχής του Νοβοσιμπίρσκ. Φαίνεται, ότι έφτασε εκεί, όταν ήταν ακόμα νέα. Δεν είναι γνωστό πού ήταν, πώς και με ποιον ζούσε, αλλά έφτασε από το Κάινσκ στο Τομσκ. Εκεί, άρχισαν να την αποκαλούν, Ντόμνα Καρπόβνα.
9/6/2024
Παραπομπές του μεταφραστή
[1] Στην πληθώρα των αγίων – των ανθρώπων δηλαδή που αγάπησαν το Χριστό «εξ όλης της καρδίας» και εξέφρασαν την αγάπη τους με αυταπάρνηση και σήκωσαν το δικό τους σταυρό – υπάρχουν και οι λεγόμενοι «δια Χριστόν σαλοί». Είναι συνήθως μοναχοί, που παρουσιάζονται στον κόσμο, ως τρελοί, αντίθετοι με την κοινή λογική, λέγοντας και κάνοντας όσα πράγματα τους παρουσίαζαν αλλόφρονες και ανήθικους. Πίσω, όμως, από μια τέτοια συμπεριφορά, κρύβεται η πίστη, τα χαρίσματα, η αγιότητα τους. Οι «διά Χριστόν σαλοί» στην πραγματικότητα εμπαίζουν τον διάβολο και το κοσμικό φρόνημα. Εισερχόμενοι στον παραλογισμό του διαβόλου και του κόσμου και ζώντας ως παράλογοι, δηαλαδή σαλοί, είναι σαν να εισέρχονται στο χώρο του. Γι’ αυτό και με τη χάρη του Θεού, που έχουν ως άγιοι, τον εμπαίζουν και τον διαλύουν «εις τον οίκον αυτού».
»»»»»» ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ ««««««