in

Η θέση της νύφης στη Σαντά

Η θέση της νύφης στη Σαντά

Η θέση της νύφης στο σπίτι των πεθερικών ήταν περιθωριακή. Ήταν σαν να έπαιρναν μια υποτακτική. Η νύφη ήταν υποχρεωμένη να κάνει όλες τις δουλείες του σπιτιού. Ξυπνούσε πρωί και κοιμόταν τελευταία.

Ξυπνούσε από τα χαράματα φορούσε το άσπρο το τσεμπέρι της, φινιρισμένο με χάντρες και πούλιες «καπαράδας» και σκούπιζε γύρω-γύρω όλη την αυλή του σπιτιού.

Όταν ξυπνούσαν οι υπόλοιποι της οικογένειας, η νύφη είχε κιόλας τελειώσει το σκούπισμα.

«Μαντριά και μαντροκόλια όλια έστραφταν». Ολόκληρο το οικόπεδο , ακόμα και οι μάντρες, έπρεπε να είναι πεντακάθαρα. Στις γιορτές και τις Κυριακές σκούπιζε και το δρόμο που αναλογούσε στο οικόπεδο τους.

Το βράδυ, όταν οι άλλοι κάθονταν και μιλούσαν ή έκαναν νυχτέρι-«παρακάθ’»- με τους γείτονες, η νύφη έμενε όρθια σε μια γωνιά, ώσπου να πάνε όλοι για ύπνο και τελευταία να πάει και εκείνη.

Αν είχαν παππούδες στο σπίτι , που συνήθως δεν είχαν ύπνο και αργούσαν να κοιμηθούν, η νύφη κοιμόταν όρθια στην κυριολεξία.

Το πρώτο διάστημα η νύφη δεν μιλούσε στα πεθερικά της. Στις ερωτήσεις τους απαντούσε με νοήματα, με κουνήματα του κεφαλιού ή το πολύ με κανένα «τσουκ». Η συνήθεια αυτή λεγόταν «στύμνωμαν» και στα άλλα μέρη του Πόντου «μαχ».

Η διάρκεια αυτής της συνήθειας «της σιωπής» στη Σαντά δεν ήταν τόσο μεγάλη όπως σε αλλά μέρη. Συνήθως διαρκούσε ένα με δυο χρόνια, ώσπου η νύφη αποκτούσε παιδί. Τα τελευταία χρόνια έλειψε τελείως.

Το έθιμο αυτό έδινε στη νύφη ένα χρονικό διάστημα για να μπορέσει να προσαρμοστεί στο καινούργιο της περιβάλλον. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονταν οι άστοχες κουβέντες της νύφης και οι τυχόν παρεξηγήσεις.

Η διάρκεια της συνήθειας δεν ήταν καθορισμένη. Όταν η πεθερά έκρινε ότι η νύφη προσαρμόστηκε και είναι αρκετά ώριμη , την έλεγε να σταματήσει να σωπαίνει και να μιλήσει.

Η διάρκεια της συνηθείας ήταν μικρή στη Σαντά ίσως επειδή τα κορίτσια παντρεύονταν κάπως μεγαλύτερα από ότι στον υπόλοιπο Πόντο και επομένως οι νύφες ήταν πιο ώριμες και ο χρόνος προσαρμογής δεν χρειαζόταν να έχει μεγάλη διάρκεια.

Πολλές φορές η νύφη ενώ μιλούσε με την πεθερά, γιατί η επαφή τους δεν ήταν πιο συχνή, δε μιλούσε με τον πεθερό της επειδή τον ντρεπότανε περισσότερο. Πάντως η συνήθεια αυτή που επιβλήθηκε για λόγους κοινωνικούς, βοηθούσε στην ομαλή ζωή της πατριαρχικής οικογένειας.

Οι νύφες και γενικά οι νέες γυναίκες δεν τρώγανε μαζί με τους άντρες στο ίδιο τραπέζι, αλλά με τα παΐδια. Μονό όταν η νύφη αποκτούσε ένα-δυο παΐδια έτρωγε στο ίδιο τραπέζι με τους άντρες!!!

Η καινούργια νύφη ήταν υποχρεωμένη κάθε φορά που έδινε κάτι σ’ ένα μέλος της οικογένειας, να του φιλάει το χέρι, είτε ήταν μικρός είτε μεγάλος.

Στα παλαιοτέρα χρόνια η νύφη έπλενε τα ποδιά του πεθερού αλλά και της πεθεράς. Τελευταία μόνο του πεθερού. Τον πεθερό τον έλεγε πατέρα ή αφέντα, την πεθερά μητέρα ή κύρα, τον κουνιάδο αφέντα καθώς και τ’ αδέλφια του πεθερού. Την κουνιάδα και την μεγαλύτερη συννυφάδα, την πρωτονύφη του σπιτιού, κύρα.

Όταν η νύφη ήταν έγκυος, έπρεπε να κρύβει την εγκυμοσύνη της. Ήταν ντροπή να φαίνεται η κοιλιά της. Την θεωρούσαν ανάγωγη. Έκρυβαν την κοιλιά τους με την ποδιά τους ή με κανένα σάλι που το τύλιγαν στην μέση τους.

Τα ρουχαλάκια του μωρού, «ισλουχόπα»-ζιπουνάκια, πανταλονόπα, «εμπροστέλας» -σαλιάρες, τα ετοίμαζαν κρυφά, με τη βοήθεια της αδελφής ή της κουνιάδας.

Τα πανάκια του πρώτου παιδιού τα ετοίμαζε η μάνα της νύφης. Τα πανάκια ήσαν συνήθως από παλιά σεντόνια ή πουκαμίσες και γενικά από παλιά βαμβακερά ρούχα.

Αυτό μάλλον από φτώχεια. Αλλά και πολλές ευκατάστατες οικογένειες χρησιμοποιούσαν φθαρμένα ρούχα γιατί ήσαν μαλακά(σκοτωμένα) και δεν πλήγωναν το ευαίσθητο μωρουδίστικο δεματάκι.

Την έγκυο την έλεγαν «βαρασμέντσα» ή «έμποδος» και δεν την εξαιρούσαν από τις βαριές δουλείες.

Θεωρούσαν μεγάλη αμαρτία την έκτρωση. Όποια  έκανε αυτό το αμάρτημα, για εφτά χρόνια δεν της επιτρεπότανε θεία Μετάληψη.» Κοινωνία κι ερρούζ’νεν’ατέν». Εξ ίσου μεγάλο αμάρτημα θεωρούσαν την αποβολή, γιατί την απέδιδαν στην απροσεξία της εγκύου.

Οι γυναίκες που γεννούσαν αγόρια καμάρωναν και τις είχαν σε μεγαλύτερη εκτίμηση από εκείνες που γεννούσαν τα’ ανεπιθύμητα κορίτσια και σκύβανε το κεφάλι οι καημενούλες!

Όταν η νύφη δεν αποκτούσε παιδιά ήταν δυστυχισμένη. Όσο και αν δούλευε, όσο και αν πρόσφερε, τη θεωρούσαν παρακατιανή. Δεχότανε αδιαμαρτύρητα την εγκατάλειψη από τον σύζυγο και έκλαιγε για την κακή της μοίρα. Και την ατεκνία την απέδιδαν πάντοτε στην γυναίκα.

Μερικές φορές η άτεκνη συνέχιζε να ζει με τα πεθερικά της, ακόμη και όταν την εγκατέλειπε ο σύζυγος και δημιουργούσε ξεχωριστή οικογένεια.

Η νύφη δεν έπρεπε να χαϊδεύει τα παιδιά μπροστά στους μεγάλους και ούτε να λέει: «το μωρό μου». Έπρεπε να μη δείχνει και να μη φαίνεται ότι το αγαπάει.

Αναφέρω ένα περιστατικό από το βιβλίο του Στάθη Αθανασιάδη «Ιστορία και Λαογραφία της Σαντάς»

Όταν γεννήθηκε, λέει, η μάμμη τον έλουσε, τον φάσκιωσε και τον έβαλε δίπλα στο τζάκι για να ζεσταθεί. Κάποια στιγμή η ευαίσθητη παιδική επιδερμίδα άρχισε να κοκκινίζει και το μωρό(ο συγγραφέας) έβαλε τα κλάματα.

Η μητέρα του έβλεπε πως το μωρό καίγεται, αλλά ντράπηκε να πει στη μάμμη και στις άλλες γυναίκες ότι το μωρό καίγεται, με αποτέλεσμα να τσουρουφλιστεί το μαγουλάκι του που έκανε ένα μήνα να γιατρευτεί.

Κι όλα αυτά για να μη πει τη λέξη «μωρό» να μη δείξει ότι το αγαπάει. Ήταν ντροπή ν’ αγαπάς το παιδί σου.

Πηγή: oikohouse

Report