Ήταν το πλουσιότερο κράτος στον κόσμο και τώρα παλεύει να επιβιώσει
Διονύσης Αντωνέλλος
Η ιστορία του Ναουρού αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του «κατάρα των πόρων» (resource curse), όπου η εξάρτηση από έναν μόνο φυσικό πόρο οδηγεί σε οικονομική ευημερία βραχυπρόθεσμα, αλλά σε καταστροφικές συνέπειες μακροπρόθεσμα.
Η ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων φωσφορικών αλάτων στις αρχές του 20ού αιώνα μετέτρεψε το Ναουρού σε μια από τις πλουσιότερες χώρες στον κόσμο κατά τη δεκαετία του 1980.
Μετά την ανεξαρτησία του το 1968, η χώρα ανέλαβε τον έλεγχο των ορυχείων, οδηγώντας σε εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ξεπέρασε ακόμη και αυτό ορισμένων πετρελαιοπαραγωγών χωρών του Κόλπου, με την κυβέρνηση να παρέχει δωρεάν υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και μεταφορών, ενώ οι φόροι ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι.
Η ευημερία οδήγησε σε υπερβολικές καταναλωτικές συνήθειες, με ιστορίες όπως αυτή ενός αστυνομικού που αγόρασε μια Lamborghini, αλλά δεν μπορούσε να χωρέσει μέσα.
Μέχρι τη δεκαετία του 1990, τα αποθέματα φωσφορικών είχαν σχεδόν εξαντληθεί λόγω της εντατικής εξόρυξης. Περίπου το 80% της επιφάνειας του νησιού έμεινε ακατοίκητο, με το εσωτερικό να μοιάζει με «σεληνιακό τοπίο» από τραχείς ασβεστολιθικούς σχηματισμούς. Η ρύπανση επηρέασε τη θαλάσσια ζωή, με 40% των τοπικών ειδών να εξαφανίζονται.
Η εξάντληση των φωσφορικών οδήγησε σε οικονομική κατάρρευση. Το ταμείο εμπιστοσύνης που είχε δημιουργηθεί για τη διαχείριση των εσόδων από την εξόρυξη εξαντλήθηκε λόγω κακής διαχείρισης και σπατάλης, όπως επενδύσεις σε αποτυχημένα εγχειρήματα (π.χ. ένα μιούζικαλ στο Λονδίνο).
Η καταστροφή του περιβάλλοντος κατέστησε τη γεωργία αδύνατη, οδηγώντας σε εξάρτηση από εισαγόμενα επεξεργασμένα τρόφιμα. Αυτό προκάλεσε επιδημία παχυσαρκίας και διαβήτη, με το Ναουρού να έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά διαβήτη παγκοσμίως (σχεδόν 50% του πληθυσμού επηρεάζεται). Το 2022, το 70% του πληθυσμού ήταν παχύσαρκο.
Μετά την κατάρρευση, το Ναουρού στράφηκε σε αμφιλεγόμενες μεθόδους για να επιβιώσει οικονομικά.
Στη δεκαετία του 1990, το Ναουρού έγινε για λίγο φορολογικός παράδεισος και πούλησε υπηκοότητες, με εκτιμήσεις ότι δισεκατομμύρια δολάρια (π.χ. 70 δισ. από τη ρωσική μαφία) πέρασαν από τις τράπεζές του.
Από το 2001, το Ναουρού φιλοξένησε πρόσφυγες για λογαριασμό της Αυστραλίας, λαμβάνοντας σημαντική οικονομική βοήθεια. Το Κέντρο Επεξεργασίας αποτέλεσε βασική πηγή εσόδων, αλλά η σταδιακή του μείωση (λόγω μετεγκατάστασης προσφύγων) δημιούργησε νέες προκλήσεις.
Το Ναουρού βασίζεται πλέον σε έσοδα από αλιευτικές άδειες (κυρίως τόνου) και εξετάζει την υπόγεια εξόρυξη μαγγανίου από τον βυθό του Ειρηνικού. Ωστόσο, η περιβαλλοντική κοινότητα εκφράζει ανησυχίες για πιθανή οικολογική καταστροφή.
Λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, που απειλεί το 90% του πληθυσμού που ζει σε παράκτιες περιοχές, το Ναουρού επανεκκίνησε το πρόγραμμα πώλησης υπηκοότητας το 2025, με κόστος 105.000 δολάρια ανά διαβατήριο. Στόχος είναι η χρηματοδότηση της μετεγκατάστασης σε υψηλότερα εδάφη, με εκτιμώμενα έσοδα 5,7 εκατ. δολάρια τον πρώτο χρόνο.
Το Ναουρού, από την κορυφή του πλούτου στη δεκαετία του 1980, κατέληξε σε μια κατάσταση περιβαλλοντικής και οικονομικής κρίσης λόγω της εξάντλησης των φωσφορικών του και της κακής διαχείρισης.
»»»»»» ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ ««««««