Γεωργία Πετρίδου
Μαθήτρια Α΄ Γυμνασίου Ἐλευθ/πόλεως
Μιά φορά κι ἕναν καιρό ἦταν ἕνας φτωχός Μυλωνάς ὁ ὁποῖος εἶχε κι ἕνα κοριτσάκι περίπου 6 χρονῶν πού λεγότανε Μαρία.
Ἡ Μαρία εἶχε χρυσαφένια μαλλιά, εἶχε καταγάλανα μάτια λές καί καθρεφτίζονταν ὁ οὐρανός στή θάλασσα. Ἦταν γλυκιά κι εὐγενική. Κάποια μέρα ξυπνώντας τό πρωί δέν αἰσθανόταν καλά.
Πονοῦσε σ’ ὅλο της τό κορμάκι καί δέν μποροῦσε νά σηκωθεῖ ἀπ’ τό κρεβάτι.
Ὁ πατέρας της δούλευε μέρα-νύχτα γιά νά βγάλει κάποια χρήματα γιά νά τήν δεῖ κάποιος γιατρός. Ὅταν ὁ πατέρας της μάζεψε τά κατάλληλα χρήματα ξεκίνησε γιά νά τήν πάει στό νοσοκομεῖο.
Ὅμως ὁ πατέρας τῆς Μαρίας ἦταν στενοχωρημένος, γιατί δέν ἤξερε τό τί θά περίμενε. Ἐκεῖ οἱ γιατροί τόν εἶπαν ὅτι ἔπρεπε νά χειρουργηθεῖ σ’ ἕνα νοσοκομεῖο μακριά πολύ στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ κόσμου.
Τότε ὁ πατέρας ἔφυγε μέ βαρειά καρδιά καί σκεφτόταν πῶς θά βρεῖ χρήματα γιά νά σώσει τό κοριτσάκι του.
Καθώς περπατοῦσε εἶδε μιά λάμψη νά κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό καί νά ἐμφανίζεται ἕνα ὡραῖο ψηλό παλικάρι, μέ μακρυά μαλλιά καί τά πιό ὡραία μάτια πού εἶδε ποτέ του. Ἔνιωθε ὅτι κάπου τόν ἤξερε.
Τότε τό παλικάρι τοῦ εἶπε: «Μήν ἀνησυχεῖς, ἡ κόρη σου θά γίνει καλά ἄν ἔχεις πίστη στό Θεό καί θέληση, ἀλλά θά κάνεις ὅ,τι θά σοῦ πεῖ τό κοριτσάκι σου».
Ὁ πατέρας αὐτά ὅμως δέν τά πολυπίστεψε. Ὅλο τό βράδυ δέν ἔκλεισε μάτι.
Τό πρωί ἔτρεξε στό νοσοκομεῖο νά δεῖ τό ἀγγελούδι του. Ἡ Μαρία τόν περίμενε μέ ἀγωνία νά τοῦ πεῖ:
«Μπαμπάκα μου, χθές ἦρθε ἕνας ψηλός ὡραῖος κύριος μέ μακρυά μαλλιά, σάν αὐτόν ἀπέναντι στήν εἰκόνα καί μοῦ ἔδωσε ἕνα ψωμάκι καί μοῦ εἶπε νά φάω ἐγώ καί νά δώσω καί στά ὑπόλοιπα παιδάκια τοῦ νοσοκομείου.
Ἔφαγα ἀπ’ αὐτό τό ψωμάκι κι ἦταν τόσο γλυκό, μά τόσο γλυκό. Τό ὑπόλοιπο τό ἔδωσε σέ μία νοσοκόμα γιά νά τό μοιράσει στά ὑπόλοιπα παιδάκια».
Τήν ἴδια ὥρα ξαφνικά εἶδαν τούς γιατρούς νά μπαίνουν, νά βγαίνουν ἀπό θάλαμο σέ θάλαμο καί νά ’ναι χαρούμενοι.
Τί εἶχε γίνει; Τότε ἦρθε ὁ γιατρός στή Μαρία κι ἔφερε τά ἀποτελέσματα τῶν ἐξετάσεων τῆς προηγούμενης ἡμέρας καί τοῦ εἶπε ὅτι ἡ Μαρία εἶναι ἐντελῶς καλά.
Ὁ πατέρας ρώτησε τό γιατρό: «Εἶναι δυνατόν;».
Τότε ὁ γιατρός ἀπάντησε ὅτι ὅλα τά παιδιά τοῦ νοσοκομείου ἔγιναν ἐντελῶς καλά, λές κι ἔγινε θαῦμα. Τότε ἡ Μαρία καί ὁ πατέρας κοίταξαν τήν εἰκόνα καί ὁ Χριστός τούς χαμογέλασε.
Ἔτσι ζῆσαν αὐτοί καλά κι ἐμεῖς καλύτερα.
Πηγή: oikohouse