“Το Σίδερο“, ίσως το ωραιότερο διήγημα της συλλογής “Η Παρέλαση” (Εκδόσεις Νεφέλη) του Θεσσαλονικού συγγραφέα, Τόλη Καζαντζή : «Στην κατοχή και μετά, φοβόμουνα μόλις νύχτωνε για τους δικούς μου.
Συμμαζευόμουνα απ’ τους πρώτους στο σπίτι κι αν δεν ερχόταν όλοι, δε μ’ εύρισκε ησυχία. Κάποτε, όταν έρχονταν, κλείναμε την εξώπορτα και τη σφαλίζαμε μ’ ένα σίδερο. Όσο να φτάσει όμως αυτή η ώρα με τρώγαν τά παράθυρα κι οι πόρτες κι όλο ψιλορωτούσα τους άλλους γι’ αυτούς που λείπανε, γιατί οι άλλοι με παράπαιρναν γι’ αυτό μου το κουσούρι. Έτσι, άμα κανείς αργούσε λίγο παραπάνω, έπιανα μια γωνιά, έστηνα αφτί στον κάθε θόρυβο ώσπου στο τέλος απελπισμένος έβγαινα και περίμενα στο κατώφλι της εξώπορτας. Συχνά με πιάνανε τα κλάματα.
Εκείνο το βράδυ ο πατέρας μου άργησε πολύ κι εμένα μ’ έζωσαν τα φίδια. Βγήκα στο κατώφλι και περίμενα. Όμως ενώ γύρισε ο πατέρας μου, ενώ βάλαμε, το ‘βαλα με τα χέρια μου, το σίδερο, δεν κατάφερα να ησυχάσω. Έβλεπα τον πατέρα μου χλωμό και νευρικό κι εκτός αυτού, κάτι σκόρπιες κουβέντες απ’ την κρυφή συζήτηση πού είχαν οι μεγάλοι μεταξύ τους, κάτι μυστήριες σιωπές μ’ έβαλαν στην υποψία πώς ο πατέρας μου είναι σε κίνδυνο. Να ‘μεινα ξάγρυπνος εκείνη τη νύχτα; Πάντως ο ύπνος μου ήταν ταραγμένος. Μονάχα τα χαράματα με πήρε ένας βαρύς ύπνος και το πρωί σαν ήρθε η ώρα του σχολείου λες και ήμουνα καρφωμένος στο στρώμα.
Όταν σηκώθηκα να ‘τοιμαστώ, ό πατέρας μου είχε φύγει κι από τους άλλους δε μπόρεσα να καταλάβω τίποτε περισσότερο. Σχόλασα κι έτρεξα στο σπίτι, μα όσο κι αν πρόσεξα τη μάνα μου και τη γιαγιά μου, δεν έβγαλα τίποτε. Μόνο πού μιλούσαν όλοι τους λιγότερο απ’ το συνηθισμένο, έτσι μου φάνηκε τουλάχιστον, μ’ όλα πού κάνανε ο καθένας τα καθημερινά τους. Έκανα και γω μια βαρκούλα από χαρτί, βγήκα στο δρόμο κι έπαιζα μέσα σε μια λακκούβα με βροχόνερα. Το μάτι μου όμως καρφωμένο στο δρόμο απ’ όπου θα φαινόταν ο πατέρας μου. Η βάρκα διαλύθηκε στα δάχτυλά μου κι άρχισα να γυρνάω στις κοντινές γειτονιές.
Κατεβαίνοντας στο Ιπποδρόμιο, η μάνα μου με φώναξε για φαΐ. Έφαγα ανόρεχτα κι όταν ή μάνα μου μας είπε πώς ο πατέρας μου ειδοποίησε να μην τον περιμένουμε το μεσημέρι, μου κόπηκε η όρεξη για όλα. Πασάλειψα όπως όπως τα μαθήματα και βγήκα έξω. Μπερδεύτηκα στα παιγνίδια των άλλων κι όσο να πεις ξεχάστηκα. Όταν όμως πήρε να βραδιάζει γύρισα βιαστικά στο σπίτι. Όλοι είχαν μαζευτεί νωρίς απόψε. Έβλεπα τους άλλους. Όχι, δε μου φάνηκε. Όλοι τους ήτανε ανήσυχοι και νευρικοί περιμένοντας τον πατέρα μου να γυρίσει. Κατέβηκα κρυφά και βγήκα έξω. Είπα να κάτσω στο κατώφλι και να περιμένω, μα δεν με έφτανε και πήγα στη γωνιά να βλέπω το δρόμο μέχρι πέρα, όσο μπορούσα να διακρίνω μέσα στο σκοτάδι. Άκουσα τη μάνα μου να με φωνάζει. Δεν απάντησα. Όσο πήγαινε σκοτείνιαζε περισσότερο. Σε λιγάκι μόνο σκιές περνούσανε απ’ το δρόμο. Σκιές άγνωστες. Όμως τη σκιά του πατέρα μου την αναγνώρισα με το πρώτο. Τους γερτούς ώμους, το ανοιχτό βήμα και τη φαρδιά καμπαρντίνα.
“Αυτός είναι” φώναξα μέσα μου και χύθηκα κατά πάνω του. Εκείνος με πήρε στην αγκαλιά του και μου χαμογέλασε ήσυχα.
— Όλα καλά, μου ψιθύρισε κι εγώ κάτι έλιωσε μέσα μου και με πήρε το παράπονο.
— Να βάλουμε το σίδερο μπαμπά, κατάφερα να πω.
— Να το βάλουμε γιε μου, απάντησε».
Φωτογραφία του Erich Rinka από την κατοχική Θεσσαλονίκη (από τον τοίχο του Στέφανος Πασβάντης)
Πηγή: agiotopia