1. Διηγήθηκε κάποιος θεοφόρος Πατέρας:
Ήταν κάποτε στην πόλη Αιθιοπία, κοντά στη Γάζα, ένας επίσκοπος ευλάβεια γεμάτος, που έκανε όλο ελεημοσύνες. Με τα τεχνάσματα του διαβόλου έπεσε σε πορνεία και όχι με χριστιανή αλλά με Εβραία, επειδή ζούσαν εκεί ανακατεμένοι Χριστιανοί και Εβραίοι. Και εκείνη έκανε ελεημοσύνες και φοβόταν τον Θεό.
Καθημερινά τη συμβούλευε ο επίσκοπος για την πίστη και το άγιο βάφτισμα λέγοντάς της Και αν ακόμα είμαστε αμαρτωλοί, έχουμε την ασφάλεια της πίστης μας. Τόπε ο Σωτήρας μας «Αν κάποιος δεν αναγεννηθεί με νερό και Πνεύμα άγιο, δεν πρόκειται να μπει στη βασιλεία των ουρανών».
Αντιδρούσε αυτή, δεν τον υπάκουε, αλλά του έλεγε·
– Σε όποια πίστη γεννήθηκα, σ ̓ αυτήν και θα πεθάνω. Μήπως τάχα δεν πιστεύω στον ίδιο Θεό που πιστεύεις και συ; Αν δεν πρόκειται να σωθώ επειδή δεν βαφτίζομαι, μακάρι νάχω τη ζωή μου ολοκληρωμένη και χωρίς ψεγάδια. Κι αν δεν σωθώ, θάθελα να γίνω σαν τη Σάρρα και τη Ρεβέκκα.
– Πίστεψέ με, δεν πρόκειται ο Θεός να με αφήσει να πεθάνω μες σ ̓ αυτήν την αμαρτία. Ξέρω τη φιλανθρωπία του Θεού μου, θα με δεχτεί μετανιωμένο. Και σένα θα σε πάρει κοντά του όχι με την πίστη που έχεις τώρα, αλλά χριστιανή. Έλα τουλάχιστον στην εκκλησία και δες ποια είναι η πίστη των χριστιανών στον Θεό και σε μένα τον αμαρτωλό, της λέει.
– Εντάξει, αυτό μπορώ να το κάνω, μη μ’ αναγκάζεις όμως για τίποτε άλλο, του απαντάει.
Η γυναίκα πήγε στην εκκλησία.
2. Όταν μπήκε ο επίσκοπος, τον είδε με φανταχτερή πομπή και όλη του τη συνοδεία, ήταν βέβαια μεγάλη γιορτή. Όταν πλησίασε στο άγιο θυσιαστήριο σάμπως από κάποια θεία δύναμη άνοιξαν τα μάτια της και είδε έναν ασπροφορεμένο άντρα, που η ομορφιά του
ξεπερνούσε κάθε περιγραφή, να βγαίνει από το θυσιαστήριο, να παίρνει τον επίσκοπο και να τον δένει σε μια κολώνα.
Να μπαίνει αυτός ο ίδιος στο θυσιαστήριο και να λειτουργεί με τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους. Και όταν ήρθε η ώρα να υψώσει τον άρτο, είδε ένα βρέφος να υψώνεται στα χέρια του, να κομματιάζεται και τα κομμάτια του να μοιράζονται στον κόσμο. Και όταν όλοι πήραν τη μετάληψη, το είδε πάλι αυτό, το ίδιο βρέφος, ζωντανό και ολόκληρο, να στραφτοκοπάει σαν φως και φωτιά συνάμα.
Και όταν τέλεψε η θεία λειτουργία, έλυσε από την κολώνα τον επίσκοπο και εξαφανίστηκε.
3. Βλέποντας το θαύμα η γυναίκα, βγήκε τρέχοντας και πήγε στο σπίτι της κλαίγοντας και παρακαλώντας: «Αξίωσέ με, Κύριε, να γίνω χριστιανή και έτσι να πεθάνω».
Ύστερα από λίγο ήρθε ο επίσκοπος κοντά της και της λέει:
– Είδες τι είδους πίστη έχουμε εμείς οι χριστιανοί και πως όλοι μας παρακαλούμε τον Θεό με δάκρυα στα μάτια;
– Μακάρι να μη σε έβλεπα, λέει.
Μέσα από τους λυγμούς της του εξήγησε όλα όσα είδε. Την άκουσε αυτός, σαν ν ̓ άκουγε τον ίδιο τον Θεό.
Αμέσως μετάνιωσε και της λέει:
– Δες, από σήμερα παραδίνομαι στη μετάνοια, κλείνομαι σε μοναστήρι και κλαίω για τις αμαρτίες μου όσες μέρες μου απόμειναν, ώσπου να πεθάνω.
Τότε η καρδιά της φλογίστηκε από λαχτάρα για τον Θεό.
Ρίχνεται στα πόδια του και του λέει:
– Μη μ’ αφήσεις εδώ, κάνε με χριστιανή, βάλε με σε μοναστήρι και πήγαινε με το καλό στον
δρόμο που διάλεξες. Και γω, απ ̓ αυτή τη στιγμή παραδίνομαι στον Θεό και πηγαίνω όπου αυτός θέλει να με οδηγεί.
4. Χωρίς να χάσει καιρό ο επίσκοπος τη βάφτισε και την έβαλε σε μοναστήρι.
Ο ίδιος κρυφά, χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς, έφυγε, πήγε στα Ιεροσόλυμα και εκεί απαρνήθηκε τον κόσμο.
Τόσο πολύ ξεχώρισε στην άσκηση, που μέσα σε τρία χρόνια απόχτησε το χάρισμα να προβλέπει το μέλλον και να κάνει θαύματα.
Έτσι τελείωσε και τον έθαψαν μαζί με τους όσιους.
Να ξέρετε, αδελφοί, ποτέ η αρετή δεν χάνεται, ειδικά η ελεημοσύνη. Ας μην παραλείπουμε μέχρι την τελευταία μας ανάσα να δοξάζουμε και να παρακαλούμε τον Θεό, γιατί δικιά του είναι η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημητρίου Τσάμη, «Μητερικόν», τόμος β’, έκδοση Αδελφότητας «Αγία Μακρίνα».
Πηγή: yiorgosthalassis