Δύο αδελφές μιας πλούσιας και αρχοντικής ρωσικής οικογένειας είχαν εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Η μία ήταν ευσεβής και ήσυχη. Η άλλη, η Βέρα, ήταν εγωίστρια και ανήσυχη. Πολλές φορές την παρακάλεσε η αδελφή της να πάνε μαζί στην Όπτινα, στον όσιο Αμβρόσιο, αλλά εκείνη πάντοτε αρνιόταν πεισματικά. Αριστοκράτισσα αυτή και φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, να επισκεφθεί έναν γέρο λιτσιμέρα (: υποκριτή, πλάνο) έτσι αποκαλούσαν τον στάρετς, το θεωρούσε υποτιμητικό!
Κάποτε, όμως, για να δείξει την “ανωτερότητά” της, συγκατένευσε να συνοδεύσει την αδελφή της ως την Όπτινα. Στον δρόμο, όλο και κάτι ειρωνικό είχε να πει σε βάρος των ανθρώπων που ευλαβούνταν τον όσιο. Είχε μάθει και κάτι το “φοβερό” κατά τη γνώμη της: Όταν ο στάρετς έβγαινε για να ευλογήσει τους χριστιανούς, εκείνοι γονάτιζαν. Αυτό της έδινε πολύ στα νεύρα.
Εγώ, έλεγε, δεν πρόκειται για κανέναν λόγο να γονατίσω. Ποτέ δεν θα δεχθώ τέτοιον υποβιβασμό!
Πράγματι, όταν εμφανίστηκε ο σεβάσμιος γέροντας, όλοι γονάτισαν εκτός μόνο από τη Βέρα, που στεκόταν πλάι στην πόρτα. Καθώς, μάλιστα, άνοιξε η πόρτα, την κάλυψε, κι έτσι δεν φαινόταν. Ωστόσο, ο όσιος γύρισε προς το μέρος της και, βλέποντάς την όρθια, τη ρώτησε με πρόσχαρο ύφος:
Μα ποιος γίγαντας στέκεται εδώ;
Ύστερα πλησίασε πιο κοντά και συνέχισε με σιγανή φωνή:
Α, ναι! Είναι η Βέρα, που ήρθε να δει τον λιτσιμέρα!
Τα αναπάντεχα λόγια του με την επιτυχημένη ομοιοκαταληξία προκάλεσαν στη νεαρή φοιτήτρια τα πιο αντίθετα αισθήματα θαυμασμό και ντροπή! Από τη μια θαύμασε το διορατικό χάρισμα του στάρετς, κι από την άλλη ντράπηκε, διαπιστώνοντας ότι εκείνος γνώριζε πόσο τον είχε υποτιμήσει. Ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα της τύχαινε κάτι τέτοιο. Από τη στιγμή εκείνη, όμως, άρχισε να τον σέβεται βαθιά.
Φεύγοντας από την Όπτινα, σκέφτηκε να πάρει μαζί της ένα πορτρέτο του, που θα το έβρισκε στο περίπτερο της μονής από ‘κει το αγόραζαν όλοι σχεδόν οι προσκυνητές. Όταν πήγε στο περίπτερο και ρώτησε την τιμή, της είπαν πως ήταν είκοσι καπίκια. «Είκοσι καπίκια!» είπε με τον νου της. «Τόσο λίγο! Εγώ ήμουν έτοιμη να πληρώσω μερικά ρούβλια. Πόσο φτηνός είναι ο παππούλης!»
Την ίδια μέρα την περίμενε κι άλλη έκπληξη. Την ώρα που ο όσιος ευλογούσε τους προσκυνητές, περνώντας από μπροστά της, την ακούμπησε απαλά στο κεφάλι και της ψιθύρισε:
Πόσο φτηνός είναι ο παππούλης! Πόσο φτηνός!
Εκείνη λίγο έλειψε να χάσει το μυαλό της. Δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι ο στάρετς διάβαζε τις σκέψεις της!
Ύστερ’ από λίγα χρόνια η Βέρα έγινε μοναχή στο Σαμορντίνο, το γυναικείο μοναστήρι που ίδρυσε ο όσιος Αμβρόσιος, και συχνά διηγόταν το δύο αυτά εντυπωσιακά περιστατικά.
Κάποιος άθεος βρέθηκε τυχαία στην περιοχή της Όπτινα και αναγκάστηκε να διανυκτερεύσει στον ξενώνα που υπήρχε έξω από τη μονή. Ο αρχοντάρης κατάφερε την άλλη μέρα να τον οδηγήσει στο κελί του οσίου Αμβροσίου.
Μόλις βγήκε ο στάρετς, και όλοι, όσοι τον περίμεναν, ετοιμάστηκαν να πάρουν την ευλογία του, ο άθεος αποτραβήχτηκε. Ο στάρετς του έριξε μιαν επίμονη ματιά και προχώρησε προς το μέρος του. Τον ευλόγησε, τον έπιασε από το χέρι και τον πήρε παράμερα.
Άρχισε να του μιλάει. Ο άθεος δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Ο όσιος γνώριζε γι’ αυτόν τα πάντα! «Μα», έλεγε μέσα του, «και χρόνια να είχα ζήσει μαζί μ’ αυτόν τον άνθρωπο, δεν θα γνώριζε τόσο καλά τη ζωή μου!»
Συζήτησαν για πολλή ώρα. Η συζήτηση εκείνη ήταν αρκετή για να φέρει το φως της πίστεως στην ψυχή του αθέου. Εξομολογήθηκε, κοινώνησε είχε δεκαέξι χρόνια να πλησιάσει στα άγια Μυστήρια− και παρέμεινε δύο μήνες στην Όπτινα. Από τότε ο όσιος Αμβρόσιος έγινε ο πιο αγαπητός και ο πιο σεβαστός του άνθρωπος.
Από το βιβλίο: Πνευματική Ανθολογία από τους βίους και τους λόγους των Αγίων της Ρωσίας. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018, σελ. 393.
Πηγή: simeiakairwn