του Θανάση Τσαρού
Στις γιορτές κάναμε επισκέψεις στα σπίτια: «καλημέρα και χρόνια πολλά», στον πάτο της σκάλας, εκεί βάζαν τις χλωρές ελατόσκουπες για να σκουπίζουν τα πόδια τους οι επισκέπτες.
Ερχόντανε η νοικοκυρά και μας τρατάριζε κοκόσιες, παπαδέλες, κανένα λουκούμι αγορασμένο στο μαγαζί της γειτονιάς, «πενήντα δράμια στο χαρτί», κι είτανε πιο σκληρό κι από τα παστέλια της κατοχής.
Μα δεν θυμάμαι να μας έβλαψε ποτέ. Κι είχαμε και το νου μας μην ξεμυτίσει και κανένας δάσκαλος, γιατί απαγορευότανε στα παιδιά του σχολείου να κάνουν επισκέψεις. Ποτέ δεν μάθαμε ποιος ήτανε ο λόγος.
Κανένας μας ποτέ δεν παραπονέθηκε για ζαχαροδιαβήτη, και μάλλον για λόγους τουρισμού θα μας απαγορεύανε. Δεν κάναμε βέβαια και καλή εντύπωση να λασποκόβουμε όλη τη μέρα από τη μια στην άλλη άκρη του χωριού και να μποδίζουμε τους μεγάλους.
Αυτοί μόλις θα σκόλαζε η εκκλησιά, παρέες-παρέες, θα παίρνανε με τη σειρά τα σπίτια που γιορτάζανε, προσέχοντας μην παραλείψουν κανένα και παρεξηγηθούν.
Θα κάθονταν σε καρέκλες στην καλή κάμαρα, θα τους κερνούσαν πιοτά, θα λέγανε μακρόσυρτες ευχές (αξέχαστος είναι ο Μπαρπαλής) και θα παίρνανε τον μπακλαβά τους από την πιατέλα.
Θα τον τυλίγανε προσεχτικά μαζί με τους άλλους, στα μαντήλια – δεν τρώγονται δα όλοι μαζί τόσοι μπακλαβάδες. Θα τρέχανε τα σιρόπια από τα μαντήλια, μα αυτό δεν πείραζε, γιατί τον χειμώνα που είναι πολλές οι γιορτές, δεν υπάρχουν μύγες…
Εμείς περιφρονούσαμε τις απαγορευτικές διαταγές των δασκάλων. Διακινδυνεύαμε να σπάσουμε μερικές κρανίσιες βέργες στις παλάμες μας την άλλη μέρα. Την παραμονή και σε ομαδική σύσκεψη – οργανωτικό δαιμόνιο ήταν ο Κώστας ο Σαλτός – καθορίζαμε το σχέδιο δράσης μας.
Με ονομαστικό κατάλογο στο χέρι, από την Μπαρτσιτσόραχη ως τα Φλωρέικα, δεν παραλείπαμε κανένα σπίτι που σ’ αυτό κάποιος θα είχε όνομα αγίου της ημέρας. Γιόρταζε δεν γιόρταζε, εμείς δεν κάναμε διάκριση, ούτε εφημερίδες είχε τότε το χωριό για να μαθαίνουμε τους «μη εορτάζοντες».
Κανένα σπίτι δεν συμφωνούσε με τις διαταγές των δασκάλων, κι όλες οι νοικοκυρές θα μας φίλευαν καρύδια, κάστανα βρασμένα, άκρες από μπακλαβά, κι ήτανε μερικές σαν την Παπαδοθανάσαινα, που δεν έκανε διάκριση και μας έδινε κανονικό, μέση, μπακλαβά, κι έφτιανε και τον καλύτερο, με εκατό φύλλα, και μας αποζημίωνε για το ξύλο που τρώγαμε την άλλη μέρα.
Ίσως κάποιος από τους νεαρούς φίλους μας από το χωριό, να μας ρωτήσει: «Μα είτανε ανάγκη να τρέχετε μέσα στη λάσπη και τα νερά για ένα λουκούμι και δεν ανοίγατε το ψυγείο να φάτε ένα γλυκό όπως κάνουμε εμείς σήμερα;».
Ένα τέτοιο θα δικαιολογούσε την απορία εκείνης της βασίλισσας, που απορούσε που ο κόσμος φώναζε πως θέλει ψωμί και δεν τρώει παντεσπάνι!
Η μακαρίτισσα η Ζαχορήνο που περιμένοντας να βγει η φουσκόκλουρα από τη γάστρα μας έλεγε παραμύθια, όσες φορές σ’ αυτά θα τύχαινε να στρώσει τραπέζι για βασιλιάδες και βασιλόπουλα, ποτέ δεν τους σερβίριζε γλυκά.
Τα γλυκά λείπανε τότε κι από τα παραμύθια. Στο σπίτι, ένα βάζο με λίγο βύσσινο φυλάγονταν κλειδωμένο στην κασέλα και το δοκιμάζαμε μόνο σαν καταφέρναμε να βγάλουμε τους ρεζέδες από την κασέλα.
(Δημοσιεύτηκε στα ΓΑΡΔΙΚΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ τευχ. 3, σελ. 15, Ιανουάριος 1976)
Πηγή: Γαρδικιώτικες κουβέντες…
Η εικόνα είναι από το Pinterest
»»»»»» ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ ««««««