in , , ,

Οι Μυροφόρες γυναίκες

Οι Μυροφόρες γυναίκες

Οι Μυροφόρες γυναίκες

Με την ευκαιρία του εορτασμού της Κυριακής των Μυροφόρων δημοσιεύουμε μεταφρασμένο από τα ρωσικά ένα κεφάλαιο του ιστορικού μυθιστορήματος του Πρωτοπρεσβυτέρου Νικολάου Αγκαφόνοφ «Οι μυροφόρες γυναίκες» που είναι αφιερωμένο στη γνωριμία της Μυροφόρου Ιωάννας με τη Μαρία τη Μαγδαληνή και τη Σωσάννα.  

Κεφάλαιο 23

Το πρωί η Ιωάννα δεν μπόρεσε να σηκωθεί. Τα πόδια της δεν την υπάκουαν.

– Τι έγινε; – με αγωνία ρωτούσε ο σύζυγος.

Η Ιωάννα δεν μπορούσε να του απαντήσει. Ήταν ξαπλωμένη, αδιαφορώντας για τα πάντα, ακόμα και για την δική της τύχη.

Μετά από τρεις ημέρες στο παλάτι προκλήθηκε ταραχή. Η Ηρωδιάδα, αφότου έθαψε την κεφαλή του Ιωάννη του Βαπτιστή, δεν την χωρούσε ο τόπος από την αγωνία, και αποφάσισε τελικά να την ξεθάψει και να την κάψει. Μυστικιστικός τρόμος κατέλαβε τη σύζυγο του τετράρχη, όταν δεν βρήκε την κεφαλή του Ιωάννη εκεί που την είχε θάψει. Μην ξέροντας πώς να το εξηγήσει, διέταξε αμέσως να ετοιμαστούν για μετακόμιση στην Τιβεριάδα. Αλλά και εκεί η αγωνία και οι φόβοι της δεν την εγκατέλειπαν.

Ο Χουζά εν τω μεταξύ έστειλε και την Ιωάννα στην Τιβεριάδα, ελπίζοντας ότι ο καθαρός αέρας της Γαλιλαίας θα της έκανε καλό. Ο ίδιος ήταν αναγκασμένος να παραμένει στην Ιερουσαλήμ. Στην Τιβεριάδα η κατάσταση της Ιωάννας δεν καλυτέρευσε. Κείτονταν, όπως και πριν, σχεδόν χωρίς να τρώει. Έσβηνε σιγά-σιγά. Οι γιατροί απορημένοι σήκωναν τα χέρια ψηλά και έκριναν ότι πρέπει να προετοιμάζεται για θάνατο. Η υπηρέτρια της Ιωάννας είχε ακούσει για τις θαυματουργές θεραπείες που γίνονταν στην Καπερναούμ και τα περίχωρα από έναν Προφήτη από τη Ναζαρέτ που είχε εμφανιστεί εκεί. Έζεψε ένα γαϊδουράκι σε ένα κάρο, έριξε εκεί άχυρο και ζήτησε από τους υπηρέτες να την βοηθήσουν να μεταφέρει στο κάρο την κυρία της. Αυτοί έβαλαν τη γυναίκα του Οικονόμου Χουζά προσεκτικά πάνω στο άχυρο και ξεκίνησαν με προορισμό την Καπερναούμ. Η Ιωάννα ήταν ξαπλωμένη πάνω στο κάρο και κοιτούσε με αδιάφορο βλέμμα το καθαρό γαλάζιο του απύθμενου ουρανού της Γαλιλαίας. Η ψυχή της ήταν τόσο άδεια όσο και ο ουρανός. Οι σκαρμοί του κάρου που ήταν λαδωμένοι με λίπος πάπιας δεν έτριζαν, μόνο που καμιά φορά το κάρο τρανταζόταν όταν οι ρόδες έπεφταν πάνω σε μεγάλες πέτρες. Μαζί με το κάρο τρανταζόταν και το άβουλο σώμα της Ιωάννας. Από την Καπερναούμ αναγκάστηκαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους κατά μήκος της όχθης της λίμνης Γεννησαρέτ μέχρι που έφτασαν σε έναν ομαλό λόφο. Όλος ο λόφος ήταν γεμάτος κόσμο. Ορισμένοι κάθονταν, άλλοι ξάπλωναν στο έδαφος και όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στον Άνθρωπο που στεκόταν στην κορυφή του λόφου. Κάποιος ψιθύρισε στην Ιωάννα ότι ήταν ο ίδιος ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ. Ο Ιησούς μιλούσε, και τα λόγια Του μέσα στην ευλαβική σιωπή ανεμπόδιστα έφταναν στα αυτιά όλων.

– Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται…

Τα λόγια αυτού του Ανθρώπου, σαν τα ευεργετικά νερά της βροχής, πότιζαν την ψυχή της Ιωάννας, που είχε στεγνώσει από την απώλεια της πίστης στη δικαιοσύνη. Δάκρυα κατάνυξης ξεπήδησαν από τα μάτια της, για πρώτη φορά σε όλη τη διάρκεια της ασθένειάς της. Ο Χαρισματικός Προάγγελος της Βασιλείας του Θεού μιλούσε για τους πράους, τους διψασμένους για δικαιοσύνη, τους ελεήμονες, τους καθαρούς στην καρδιά, τους δεδιωγμένους, και κάθε λόγος Του χυνόταν ως θεραπευτικό βάλσαμο στην καρδιά της Ιωάννας. Της φαινόταν ότι όλα ειπώθηκαν για εκείνη, ότι όλα γίνονταν για εκείνη. Το ένιωθε αυτό με όλη της την ψυχή, χωρίς να υποψιάζεται ότι το ίδιο ακριβώς σκέφτονταν και οι άλλοι που άκουγαν τον Χριστό.

Και να που ο Ιησούς τελείωσε την ομιλία του, και η Ιωάννα, από το θόρυβο και την κίνηση των ανθρώπων, κατάλαβε ότι πήγαινε προς το μέρος της. Να που περνάει από μπροστά της. «Άραγε, δεν θα με προσέξει; Άραγε, θα με προσπεράσει;» – σαν αστραπή περνάει από το μυαλό της Ιωάννας η ανήσυχη σκέψη.

Όχι! Σταματάει και απλώνει το χέρι Του. Αγγίζει σιωπηλά το κεφάλι της γυναίκας, και εκείνη ακόμη και μέσα από το πέπλο της νιώθει την καταπληκτική ζεστασιά του χεριού Του. Αυτή η ζεστασιά διαπερνά ολόκληρη την ύπαρξή της. Η Ιωάννα αισθάνεται γαλήνια, ανάλαφρη και ανείπωτα χαρούμενη. Εκείνος απομακρύνεται και εκείνη εξακολουθεί να νιώθει τη χαριτωμένη ζεστασιά του χεριού Του. Η Ιωάννα κλείνει τα μάτια της και αποκοιμιέται. Για πρώτη φορά τις τελευταίες ημέρες της ασθένειάς της, αποκοιμιέται τόσο εύκολα όσο μόνο ως παιδί αποκοιμιόταν στην αγκαλιά της μητέρας της.

Στον ύπνο της η Ιωάννα πετούσε. Πετούσε ελεύθερα και ανάλαφρα στον ίδιο γαλάζιο ουρανό που πρόσφατα κοίταζε τόσο αδιάφορα από το κρεβάτι της αρρώστιας της. Πετάει και Τον βλέπει πάνω σε λόφο περιτριγυρισμένο από πλήθος ανθρώπων. Τότε η Ιωάννα ορμητικά διασχίζει τον ουρανό, κατευθύνεται στη γη και ξυπνάει. Αυτή η διακοπή της πτήσης δεν προκαλεί θλίψη, όπως συνέβαινε κάποτε στην παιδική της ηλικία. Η Ιωάννα συνειδητοποιεί τώρα ότι όπου είναι ο Ιησούς, εκεί είναι και ο ουρανός. Η αφύπνιση ήταν ανάλαφρη, όπως και ο ύπνος. Από πάνω της είδε το σκυμμένο πρόσωπο μιας πολύ όμορφης νεαρής γυναίκας. Η γυναίκα της χαμογέλασε φιλόξενα και της μίλησε με τόση απλότητα, λες και γνωρίζονταν σε όλη τους τη ζωή:

– Χαίρε, Ιωάννα. Είμαι η Μαρία από τα Μάγδαλα.

Η Ιωάννα γύρισε το κεφάλι της και είδε ότι βρίσκεται σε ένα σπίτι. Μια γυναίκα δίπλα στην εστία μαγειρεύει σούπα.

– Πού είναι ώστε να Τον ευχαριστήσω για τη θεραπεία μου; – ρώτησε η Ιωάννα, προσπαθώντας να κρύψει την αγωνία της.

– Θα έχεις την ευκαιρία να το κάνεις, Ιωάννα. Ο Διδάσκαλος τώρα είναι στο σπίτι του Σίμωνα, γιού του Ιωνά. Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ δεν θεράπευσε μόνο εσένα. Να η Σωσάννα, – και έδειξε τη γυναίκα που μαγείρευε δίπλα στην εστία, – και αυτήν την θεράπευσε ο Δάσκαλος.

Στην Ιωάννα έβαλαν σούπα και άρχισε να την τρώει με όρεξη. Και η Μαρία η Μαγδαληνή συνέχισε τη διήγησή της:

– Υπέφερα από τρομερή ασθένεια μετά το θάνατο του πατέρα μου. Υπέφερα τόσο πολύ που δεν ήθελα να ζήσω. Αλλά ο Ιησούς με θεράπευσε και τώρα η ζωή μου ανήκει σε Αυτόν. Εμείς οι γυναίκες που έχουμε θεραπευτεί από τον Δάσκαλό μας, Τον ακολουθούμε και Τον υπηρετούμε με όποιον τρόπο μπορούμε. Αγοράζουμε ρούχα και παπούτσια για όλους τους μαθητές Του. Ψωνίζουμε και ετοιμάζουμε γεύματα. Υπάρχουν δώδεκα άνδρες που ακολουθούν συνέχεια τον Ιησού. Μερικοί από αυτούς ήταν πρώην μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή, ο οποίος εκτελέστηκε από τον ασεβή βασιλιά Ηρώδη Αντύπα.

– Γνώριζα τον Προφήτη Ιωάννη! – αναφώνησε η Ιωάννα, μην μπορώντας να συγκρατηθεί.

Οι γυναίκες άρχισαν να την ρωτούν για τον Βαπτιστή και η Ιωάννα τους τα διηγήθηκε όλα. Και μετά με τρεμάμενη καρδιά ρώτησε:

– Μπορώ κι εγώ να έρχομαι μαζί σας;

– Να έρχεσαι, – απάντησε ανεπιτήδευτα η Μαρία η Μαγδαληνή. Η Ιωάννα με πηγαία εκδήλωση ευγνωμοσύνης φίλησε το χέρι της Μαρίας και εκείνη, αγκαλιάζοντάς την τρυφερά, της είπε:

– Τώρα σε περιμένει μια νέα ζωή. Μαζί μας έρχονται και οι γυναίκες που έχουν συγγένεια με τον Δάσκαλο. Θα τις γνωρίσεις αύριο. Είναι υπέροχες γυναίκες. Είναι η Σαλώμη, η γυναίκα του Ζεβεδαίου. Οι δύο γιοι της, ο Ιακώβ και ο Ιωάννης, είναι μαθητές του Ιησού. Είναι η Μαρία, η γυναίκα του Κλωπά. Αλλά η πιο ωραία ανάμεσα σε μας, τις γυναίκες, είναι η Μήτηρ του Ιησού από τη Ναζαρέτ, η Μαρία.

– Ναι, ναι, – επιβεβαίωσε αμέσως η Σωσάννα, – Αυτή εκπέμπει τόσο χαριτωμένη αίσθηση αγάπης και ειρήνης που καμιά φορά νομίζεις ότι αυτή η αγάπη αρκεί για όλο τον κόσμο.

Μετά από λίγο καιρό, η Ιωάννα έμαθε ότι ο σύζυγός της Χουζά στάλθηκε από τον Αντύπα στη Ρώμη για τρέχουσες υποθέσεις. Αυτό την έκανε να χαρεί κιόλας. Πλέον μπορούσε να παραμένει δίπλα στον Δάσκαλό της. Η Ιωάννα πήγε στο παλάτι στην Τιβεριάδα για να πάρει τα χρήματά της και να υπηρετεί τον Ιησού από τη Ναζαρέτ με τα υπάρχοντά της, όπως έκαναν η Σωσάννα και η Μαρία.

Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα

Azbyka.ru

5/6/2025

»»»»»»  ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ  ««««««



Report