«Σᾶς εἶπα ὅτι φοβοῦμαι, πολύ φοβοῦμαι, πάρα πολύ, μήπως καί στόν τόπο μας ἔρθει κάποια καταστροφή, νά μέ θυμᾶστε, ἐκτός ἄν μετανοήσομε. Ἀλλά πολύ τό φοβᾶμαι, ὅλος αὐτός ὁ πλεονασμός τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, πού τά πετᾶμε καί στά σκουπίδια τά ὑλικά μας ἀγαθά, πολύ μέ φοβίζει. Χωρίς νά σᾶς πῶ ὅτι μᾶς ἐμποδίζει καί ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ πού εἶπε: «ἵνα μή τί ἀπόληται», τίποτα νά μή χάνεται, ἀλλά νά ὑπάρχει πνεῦμα οἰκονομίας. Ἀλλά ποιός κάνει οἰκονομία; Κανένας δέν κάνει οἰκονομία, μόνο οἱ σώφρονες ἄνθρωποι. Φοβοῦμαι ὅμως, πώς οἱ σώφρονες ἄνθρωποι εἶναι λίγοι!».
(Χριστιανική Ἀνθρωπολογία, ὁμιλία 51η)
«Ἡ πεῖνα, ἀγαπητοί μου, εἶναι κακός σύμβουλος. Τό ἔχω πεῖ αὐτό σέ ὅλες τίς δεκαετίες τῆς ζωῆς μου, γιατί εἶδα τί θά πεῖ πεῖνα. Κακός σύμβουλος, διότι μετέρχεται τίς πιό ἀθέμιτες καταστάσεις καί παραδίδεται στά φοβερότερα πάθη, ὅπως ἡ προδοσία, ἡ δολοφονία, ἡ πορνεία, καί οὕτω καθ’ ἑξῆς».
(Ἰεζεκιήλ, ὁμιλία 7η)
«Τόν μαυραγοριτισμό τόν εἴδαμε μέ τά ἴδια μας τά μάτια, εἶναι ἀνέντιμο πρᾶγμα, εἶναι φοβερό πρᾶγμα! Τό κρύβεις, ὁ ἄλλος πεθαίνει ἀπό τήν πεῖνα καί τοῦ ζητᾶς χρήματα. Ὅταν εἶχε ἀποκλειστεῖ, στήν ἐπανάσταση τοῦ ’44, τό κεντρικό μέρος τῆς Ἀθήνας, ἐκεῖ, κάπου στό Κολωνάκι, ἕνας τενεκές νερό, γιατί δέν λειτουργοῦσε τό δίκτυο ὕδρευσης, ἕνας τενεκές νερό πωλοῦνταν μία χρυσή λίρα! Ἁπλῶς σᾶς λέω κάποια πράγματα πού τά θυμᾶμαι ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη. Θυμᾶμαι, γιατί τό εἶχα σημειώσει σέ ἕνα ἡμερολόγιο πού κρατοῦσα. Ὅταν οἱ Γερμανοί ἔφυγαν ἀπό τήν Ἑλλάδα τό ’44, ὁ πληθωρισμός ἔφερε τίς τιμές σέ παμμέγιστα ὕψη. Ἕνα αὐγό κόστιζε 200.000.000! [γελᾶ]. Μόλις ἔφυγαν οἱ Γερμανοί καί ἀποκτήσαμε κυβέρνηση, ἔκοψαν τά 8 μηδενικά καί ἔγινε δύο δραχμές!».
(Σειράχ, ὁμιλία 222η)
«Θυμᾶμαι, στήν κατοχή, στό τραπέζι ἀφήναμε πάντα μία μπουκιά ψωμί, γιά νά εὐλογήσομε, γιατί τά τρώγαμε ὅλα, ὅ,τι ὑπῆρχε πάνω στό τραπέζι, ἦταν κατοχή. Μία μπουκιά ἔστω, γιατί; Νά εὐλογηθεῖ καί ἔτσι ὁ Θεός νά μᾶς δώσει καί στό προσεχές τραπέζι νά φᾶμε. Πάντως, «ἡ αὐτάρκεια καί ἡ εὐσέβεια μαζί εἶναι σπουδαῖο στοιχεῖο καί πορισμός μέγας». Πορισμός θά πεῖ πλοῦτος, μεγάλος πλοῦτος».
(Σειράχ, ὁμιλία 282η)
Πηγή: yiorgosthalassis