Σκέψεις για τον μοναχισμό του Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Ο Άγιος Σωφρόνιος (Σαχάρωφ) Ο μοναχισμός και ο ασκητισμός, ως αναπόσπαστο μέρος της ορθόδοξης παράδοσης και κουλτούρας, προσέλκυαν πάντοτε το ενδιαφέρον των χριστιανών λογίων. Όλοι οι συγγραφείς, τόσο οι άγιοι όσο και εκείνοι που δεν έχουν καταταχθεί στη χορεία των αγίων, είχαν δώσει στον μοναχισμό κεντρική θέση στα έργα τους. Πράγματι, όλα τα βασικά πνευματικά και ηθικά έργα, όπως τα Γεροντικά, τα Λαυσαϊκά και τα Λειμωνάρια, αφηγούνται ως επί το πλείστον εκπληκτικά παραδείγματα μοναστικής ζωής.
Οι σύγχρονοι ασκητές δε μένουν πίσω σε αυτήν την παράδοση. Ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος (Σαχάρωφ), πνευματικό τέκνο του Οσίου Σιλουανού του Αθωνίτη, στο κεφάλαιο «Σκέψεις για τον μοναχισμό» του βιβλίου «Το Μυστήριο της Χριστιανικής Ζωής» μοιράζεται με τους αναγνώστες του ενδιαφέρουσες σκέψεις για το θέμα αυτό. Οι σκέψεις του Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου για τον μοναχισμό, σκέψεις ενός σύγχρονου ασκητή και θεολόγου, είναι απόλυτα σύμφωνες με το ορθόδοξο πνεύμα και την αγιοπατερική παράδοση.
Ο Άγιος Σωφρόνιος κατανοεί τον μοναχισμό ως έναν εξαιρετικό δρόμο, απαραίτητα συνυφασμένο με δύσκολο αγώνα. Η σκληρότητα αυτού του αγώνα δεν συνίσταται στη δυσκολία της νηστείας ούτε στην οδυνηρότητα της αγαμίας. Υπάρχει κάτι πολύ πιο οδυνηρό σε έναν ασκητή από την σωματική εγκράτεια: παρόλο που απαρνήθηκε τον κόσμο και τα πάθη, μετά από πολλά χρόνια, να μην φτάσει στην ειρήνη της αγάπης του Θεού. Διότι ο μοναχισμός στην ουσία είναι η αδιάλειπτη πάλη για την απόκτηση της αγάπης του Αγίου Πνεύματος. Αυτή είναι η ουσία του μοναχισμού, η οποία μπορεί να κατακτηθεί μόνο μέσω του άγιου μίσους για τον εαυτό σου, για την ψυχή σου, σύμφωνα με το λόγο του Σωτήρος: «Εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ … καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς εἶναι» (Λκ. 14: 26).
Το NOSCE TE IPSUM (γνώθι σαυτόν) μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί χριστιανικό. Μέσω της γνώσης του εαυτού του ο άνθρωπος φτάνει στη γνώση του Θεού, η οποία συνιστά πληρότητα γνώσης. Αυτός είναι ο ευθύς δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει κάθε χριστιανός, πόσο μάλλον ο μοναχός. Χωρίς τη γνώση του Θεού, είναι αδύνατο να διακονεί κανείς πραγματικά τον πλησίον. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι ασκητές στην αρχή της πορείας τους απομονώνονταν ώστε μέσα στην ησυχία να φτάσουν στην πληρότητα της γνώσης. Και μόνο μετά από πολλά χρόνια, ακολουθώντας το θέλημα του Θεού, καλούνταν σε διακονία ως ικανοί να διδάξουν στους άλλους όσα οι ίδιοι είχαν μάθει βιωματικά.
Όσοι προσπαθούν να φτάσουν στη Βασιλεία του Θεού, μέσω της διακονίας προς τους πλησίον χωρίς τη γνώση του Θεού (δηλαδή χωρίς εσωτερικό μοναχισμό), αν και κάνουν μια αξιέπαινη πράξη, δεν μπορούν να τους βοηθήσουν «στα βάθη του Είναι» παρά μόνο επιφανειακά.
Η φυσική φυγή από τον κόσμο (πηγαίνοντας σε ένα μοναστήρι) είναι από μόνη της ασήμαντη χωρίς μια εσωτερική απομάκρυνση από τις κοσμικές προσκολλήσεις
Ο μοναχισμός εξ ορισμού προϋποθέτει απομόνωση, απομάκρυνση από τον κόσμο. Παρόλο που τις περισσότερες φορές η απομάκρυνση γίνεται αντιληπτή ως φυσική φυγή από τον κόσμο (πηγαίνοντας σε ένα μοναστήρι), η οποία, βεβαίως, είναι απαραίτητη, αυτή από μόνη της είναι ασήμαντη χωρίς μια εσωτερική απομάκρυνση από τις κοσμικές προσκολλήσεις. Μπορεί κανείς να μείνει σε μια βαθιά σπηλιά ή να χωθεί ζωντανός κάτω από τη γη, αλλά με το νου να συνεχίζει να περιπλανιέται στα ελκυστικά μέρη του πονηρού κόσμου. Έχοντας αυτό υπόψη, ο πατέρας Σωφρόνιος λέει:
«Είναι σαφές ότι, αν κρατήσω στον εαυτό μου κάτι που είναι ξένο προς την Αγιότητά Του (δηλαδή κάποια αμαρτωλή προσκόλληση – Συντ.), τότε στο επίπεδο της αιωνιότητος θα αποδειχθώ ξένος προς Εκείνον. Αν παραμείνω σε διάσταση μαζί Του (δηλαδή με τις εντολές Του – Συντ.) και όχι σε ενότητα πιστής αγάπης, τότε θα εγκαταλείψω τη γη δεμένος με τα πάθη και θα σκηνώσω στο «σκότος το εξώτερον» (Μτ. 8: 12)»[1].
Ο μοναχός, ακόμη και απομακρυσμένος από τους ανθρώπους με την υλική έννοια, παραμένει ενωμένος μαζί τους σε μυστικιστικό-προσευχητικό επίπεδο, επειδή ο μοναχός είναι ευχέτης για όλο τον κόσμο.
Όλοι μας τη στιγμή του θανάτου θα βιώσουμε την εμπειρία της μοναξιάς, τότε που η σύνδεση με τους άλλους θα διακοπεί. Η ζωή του μοναχού είναι μια τέτοια προετοιμασία για αυτή την κύρια δοκιμασία. Η ζωή κάθε χριστιανού πρέπει να είναι προετοιμασία για τη μετάβαση στην αιωνιότητα. Αλλά σε ένα μοναστήρι είναι πολύ πιο βολικό να το πραγματοποιήσει κανείς αυτό παρά μέσα στον κόσμο με τις έγνοιες της καθημερινής ζωής.
Η ζωή του Ιησού Χριστού είναι το παράδειγμα πλήρους μοναξιάς, όσο αυτή είναι δυνατή στο πλαίσιο της ιστορικής μας ύπαρξης. Κανείς και ποτέ στη γη δεν ένιωσε τόσο βαθιά μοναξιά όσο Εκείνος.
«Κανένας ποτέ δεν έζησε τέτοια βαθειά απομόνωση όπως ο Χριστός. Μέχρι τα τελευταία λεπτά της ζωής Του επάνω στη γη κανένας δεν Τον κατανοούσε πλήρως ούτε ήταν σε θέση να μοιραστεί τη λύπη Του, την αγάπη Του, τη σκέψη Του»[2].
Ωστόσο, αν και οι άνθρωποι δεν Τον κατανόησαν, Αυτός πάντοτε παρέμενε κατανοητός από τον στοργικό Πατέρα Του:
«Καὶ οὐκ εἰμὶ μόνος, ὅτι ὁ πατὴρ μετ’ ἐμοῦ ἐστι» (Ιω. 16: 32).
Έτσι και ο άνθρωπος, μέσω της ταπεινής τήρησης των εντολών, γίνεται κοινωνός της απέραντης Θείας αγάπης, η οποία περιβάλλει κάθε κτίσμα, «οπότε και ο Θεός και όλη η κτίση θα αποβεί περιεχόμενο της ζωής για τη σωσμένη υπόσταση»[3].
Ο μοναχός είναι και θεολόγος. Αλλά η θεολογία του δεν είναι ορθολογικός σχολαστικισμός, αλλά ζώσα, ενεργή επικοινωνία με τον Θεό. Στην προσευχή ο μοναχός γίνεται αληθινός θεολόγος. Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έλεγε «Αν προσεύχεσαι καθαρά, τότε είσαι θεολόγος». Μέσω της προσευχής ο μοναχός κοινωνεί με τη Θεία ζωή.
Σύμφωνα με τον π. Σωφρόνιο, «η ακαδημαϊκή μόρφωση έγινε στην εποχή μας για τον μοναχό περισσότερο απαραίτητη παρά στους περασμένους αιώνες»
Ταυτόχρονα, ο μοναχός δεν είναι ξένος προς τη συστηματική θεολογική μόρφωση. Πέραν τούτου, σύμφωνα με τον π. Σωφρόνιο, «η ακαδημαϊκή μόρφωση έγινε στην εποχή μας για τον μοναχό περισσότερο απαραίτητη παρά στους περασμένους αιώνες»[4]. Εφόσον ζούμε σε αυτόν τον εξελισσόμενο, αν και φθαρτό κόσμο, συνεχώς νιώθουμε εξάρτηση από αυτόν και τις, κατά κανόνα, αρνητικές επιπτώσεις του σε εμάς. Μέσω της επιστημονικής θεολογίας εξοικειωνόμαστε με την προβληματική αυτού του κόσμου και δεν ζημιωνόμαστε από απρόσμενες συναντήσεις μαζί του, παραμένοντας ανεπηρέαστοι από τη φιλοσοφία του.
Το έσχατο δυνατό όριο της ζωντανής θεολογίας είναι το μαρτύριο για τον Χριστό. Δεν πρέπει να κατανοούμε το μαρτύριο μόνο με την έννοια της βίαιης θανάτωσης. Μαρτύριο είναι και η αληθινή τήρηση των εντολών, μαρτύριο είναι και το να αγαπάς τους εχθρούς, το να σταυρώνεις τη σάρκα σου, το να καταπατάς την υπερηφάνεια σου, το να βιάζεις τον εαυτό σου, το να προσεύχεσαι για εκείνους που σε προσβάλλουν, το να είσαι φιλάνθρωπος σε εκείνους που σε μισούν, το να ευλογείς εκείνους που σε καταριούνται, το να μην αντιστέκεσαι στο κακό – όλα αυτά ισοδυναμούν με μαρτύριο.
Με αυτή την έννοια, όχι μόνο ο κάθε μοναχός, αλλά και ο κάθε χριστιανός που τηρεί τις εντολές είναι μάρτυρας. Ωσαύτως, εάν πρώτα δεν τηρήσει στην πληρότητα τις εντολές, κανένας άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να αποκαλεί τον εαυτό του ακραιφνώς ορθόδοξο. Μόνο η Εκκλησία είναι Ορθόδοξη με την αληθινή έννοια, ενώ εμείς πρέπει να προσπαθούμε να προσλάβουμε τη διδασκαλία της στην πληρότητα και την ακεραιότητά της.
«Να είναι κάποιος ορθόδοξος σημαίνει να είναι άγιος κατά τη ζωή και τέλειος στη γνώση της Θείας Αλήθειας»[5].
Οποιαδήποτε άλλη κατάσταση είναι μόνο δρόμος προς την αληθινή αγία Ορθοδοξία.
Άλλο πράγμα είναι να πιστεύεις στον Θεό και άλλο να Τον γνωρίζεις και να Τον αγαπάς
Ο μοναχισμός είναι το σπουδαστήριο της ευσέβειας, η επιστήμη της υπέρβασης των παθών και το σχολείο της γνώσης του Θεού. Σε αυτόν τον δρόμο το πρώτο βήμα είναι η πίστη: η πίστη στο Λόγο του Θεού, στη θεότητα του Ιησού Χριστού, στη σωτήρια φύση των εντολών. Όσο όμως η πίστη δεν έχει καταστεί καθαρή αγάπη, θα παραμένει μόνο το αρχικό βήμα αυτής της ανάβασης, που από μόνη της δεν αρκεί για τη σωτηρία. Διότι άλλο πράγμα είναι να πιστεύεις στον Θεό και άλλο να Τον γνωρίζεις και να Τον αγαπάς. Η γνώση του Θεού είναι δυνατή μόνο μέσω της υπακοής στην Εκκλησία και της παραμονής στο πνεύμα των εντολών του Χριστού.
«Η ελπίδα μας έγκειται στο ότι, ακόμη και αν δεν πραγματοποιήσουμε πλήρως στα όρια της γης αυτή την κλήση του Χριστού να γίνουμε νικητές όμοιοι με Αυτόν «Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωαν. 16,33, βλ. Αποκ. 3,21)…, τότε και μετά θάνατον ο άγιος σπόρος που Αυτός έσπειρε μέσα μας δεν θα πεθάνει, αλλά θα δώσει άφθαρτο καρπό πέρα από τα όρια του χρόνου»[6].
Το κείμενο ετοίμασε ο ιερομόναχος Ρωμανός (Κρόποτοβ) αντλώντας από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Σωφρονίου (Σαχάροφ) «Το Μυστήριο της Χριστιανικής Ζωής»
9/13/2024
»»»»»» ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ ««««««