Tρεῖς ἡμέρες πρίν ἑορτάσουμε τό Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ, τήν Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, συναντήθηκα μέ ἕναν φίλο μου κληρικό.
Συνηθίζουμε νά συναντιόμαστε ποῦ καί ποῦ καί συζητᾶμε ἐπίκαιρα θέματα, θεολογικές ἀπορίες καί γεμίζουμε τίς πνευματικές μας μπαταρίες.
Ἐκείνη τήν ἡμέρα τελειώσαμε καί οἱ δύο ἀργά τίς παρακλήσεις καί βρεθήκαμε κατευθείαν ἐκεῖ πού εἴχαμε κλείσει γιά φαγητό.
Δέν εἴχαμε λειτουργικές ὑποχρεώσεις τήν ἑπόμενη ἡμέρα κι ἔτσι μετά περπατήσαμε ὥσπου φτάσαμε σέ μιά παραλία τελείως ἄδεια ἀπό κόσμο, λόγῳ τῆς προχωρημένης ὥρας, βρήκαμε δυό καρέκλες καί καθίσαμε…
Ἡ ὥρα ἦταν ἤδη δυόμιση τά ξημερώματα. Μά πῶς ξεχαστήκαμε…
Ἴσως γιατί ὁ Θεός εἶχε ἄλλα σχέδια γιά ἐκείνη τή νύχτα….
Δέν περνοῦν πέντε λεπτά καί περνάει ἀπό μπροστά μας ἕνας τύπος μέ ἀλογοουρά. Δέν μᾶς πρόσεξε. Σκοτάδι, ἐμεῖς στά μαῦρα, ποῦ νά φανταστεῖ. Στά τρία μέτρα σταματάει καί κάνει μεταβολή.
Πατέρες, τήν εὐχή σας. Ὄχι, δέν ἦταν τῆς φαντασίας του. Δυό ἱερεῖς ἦταν ἐκεῖ στήν παραλία γιά ἐκεῖνον, τά ξημερώματα μέσα στό πουθενά.
Στέκεται ὄρθιος μπροστά μας καί ἀρχίζει νά βγάζει χωρίς χρονοτριβή τά παράπονά του γιά τήν ζωή. Μόλις εἶχε ἀποφυλακιστεῖ.
Ταλαιπωρημένος, νηστικός, ἄνεργος καί ἄστεγος. Ἕνα δάκρυ κύλησε ἀπό τό μάτι του. Σάν νά ἄρχιζε ἐκείνη τήν ὥρα μιά μυστική ἀναζήτηση τοῦ Θείου καί ἡ μετάνοια νά ἀναδύεται ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς του.
Ἀφοῦ μᾶς εἶπε ἀρκετά, τόν συμβουλέψαμε νά πάει νά βρεῖ κάποιον πνευματικό σέ ἐκείνη τήν περιοχή νά ἐξομολογηθεῖ γιά νά καθαρίσει πνευματικά.
– Δέν πάω πουθενά, σέ σᾶς θά τά πῶ καί θά μέ ἀκούσετε. Αὐτά δέν μπορῶ νά τά πῶ εὔκολα διότι ἀφοροῦν ζωές ἐπιφανῶν ἀνθρώπων τῆς κοινωνίας καί δέν ἐμπιστεύομαι κανέναν.
Ἐσεῖς κάθεστε τόση ὥρα, τέτοια ὥρα καί ἀκοῦτε ἕναν ἄγνωστο παλαβό καί δέν μέ διώξατε. Σέ σᾶς λοιπόν θά ἐξομολογηθῶ.
Κοιταζόμαστε μέ τόν πατέρα…
– Τί λές, νά φέρω τό πετραχήλι ἀπό τό αὐτοκίνητο;
Πάω λοιπόν, φέρνω τό πετραχήλι καί ξεκινᾶμε…
Μιά ἐξομολόγηση τόσο βαθιά Στήν παραλία ἔζησα μία ἀπό τίς συγκλονιστικότερες ἐξομολογήσεις… ἴσως τήν καλύτερη καί τόσο μακρινή πού ἔφτανε στήν παιδική του ἡλικία.
Ποτέ δέν τά εἶχε πεῖ σέ κανέναν. Λές καί καθάριζε χῶρο χωματερῆς μέ σκοπό νά τόν μετατρέψει σέ πολυτελές ξενοδοχεῖο πέντε ἀστέρων γιά νά ὑποδεχτεῖ κάποιον πολύ ἐπίσημο.
Τελειώνει, γονατίζει καί τό πετραχήλι σκεπάζει τήν κεφαλή του ὅπως ἡ μάνα σκεπάζει τό παιδί της.
Τήν ὥρα τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς αἰσθάνομαι νά πιάνει τό παπούτσι μου. Δέν τό τράβηξα γιά νά ἀφήσω τόν πλοῦτο τῆς ταπεινῆς του πράξης νά μέ διδάξει καί σέ ἐκεῖνον νά χαρίσει οὐράνιο μισθό.
Ὁλοκληρώνοντας τήν εὐχή γονατίζει πιό βαθιά κι ἀρχίζει νά φυλάει τά πόδια μας, ἐνῶ μιά λίμνη δακρύων εἶχε σχηματίσει κυριολεκτικά ἕνα μικρό ποταμάκι πού ἑνωνόταν μέ τή θάλασσα.
Τί ταπείνωση Θεέ μου! Τό ποταμάκι τῆς μετανοίας πού ἑνώθηκε μέ τήν θάλασσα τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου μας. Κλάμα ἐκεῖνος, κλάμα ἐμεῖς.
– Πατέρες, μοῦ κάνατε τό ὀμορφότερο δῶρο τῆς ζωῆς μου. Στά πενήντα μου χρόνια ποτέ δέν εἶχα αἰσθανθεῖ ἔτσι. Ὅ,τι πιό ὡραῖο ἔχω ζήσει μέχρι τώρα. Νιώθω ἀνάλαφρος. Νιώθω ἄνθρωπος.
Ὁ … πέταγε ἀπό τή χαρά του, ἔλαμπε τό πρόσωπό του μέσα στό σκοτάδι. Φυσικά κατά τή γνώμη μας, μέ τέτοια μετάνοια ἦταν ἕτοιμος νά δεχτεῖ ἕνα ἀκόμη μεγαλύτερο δῶρο, τόν ἴδιο τόν Θεό.
Τοῦ δώσαμε τήν εὐλογία νά κοινωνήσει τῶνἈχράντων Μυστηρίων. Ἴσως ἦταν ἡ πρώτη φορά πού θά γευόταν τόν Δημιουργό του. Πῶς νά μήν ἐπιτρέψεις ἐξάλλου σέ τέτοια δυσεύρετη μετάνοια τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό;
Εἶχε τόσα ὅμοια χαρακτηριστικά μέ τόν ληστή ἐπάνω στό Σταυρό… ἀλλά καί τόν Ἅγιο Μωυσῆ τόν Αἰθίοπα.
…Κι ἔτσι, ὅπως ἦρθε, χάθηκε πάλι μέσα στό σκοτάδι, μέ τή μόνη διαφορά πώς τώρα ἦταν λουσμένος στήν χάρη τοῦ Κυρίου, καθαρός, δοξολογώντας τόν Θεό μέ τό βλέμμα στραμμένο στήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του.
Μέγας εἶσαι Κύριε καί θαυμαστά τά ἔργα Σου. Ἐπιθυμεῖς τήν σωτηρία τοῦ κάθε ἁμαρτωλοῦ καί μεριμνᾶς μέ διάκριση καί σεβασμό στό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου παρουσιάζοντάς του ἁπλά εὐκαιρίες.
Ἔτσι καί στή συγκεκριμένη περίπτωση, τοῦ ἔστειλες δύο ἱερεῖς στή μέση τοῦ πουθενά διότι εἶδες τά κρύφια τῆς καρδίας του.
Μακάρι ὅλοι οἱ χριστιανοί, κληρικοί καί λαϊκοί νά εἴχαμε τέτοια μετάνοια.
Πηγή: oikohouse