in

Το Αντικλείδι (ποίημα)

Το Αντικλείδι (ποίημα)

Κοιμήθηκε ένας άγγελος

και εις τα επουράνια πάει

Παράδεισο βλέπει σιμά

και ευθύς χαμογελάει.

Συνάντησε τα αδέλφια του

τριγύρω στον Δεσπότη

Παΐσιο, Γέρων Ιωσήφ

Εφραίμ Καντουνακιώτη.

Μετάνοια έβαλε εμπρός

μεγάλη στον Σωτήρα

που αξίωσε τον δούλο του

να αγγίξει την ελπίδα,

ενώ τα δάκρυα ποταμός

έτρεχαν με όσα είδαν.

«Χαίρε του λέει ο Κύριος

δούλε αγαθέ σαν ήλθες

και στην χορεία των αθλητών

τέκνο μου καλώς ήλθες.

Προσκέφαλο είχες την ευχή

τον πρωτονούν στην προσευχή

πνοή, καρδία μα και ψυχή

εσύ κατέθεσες Ιωσήφ

και επάξια στον θρόνο μου

τέκνον πιστό μου ήρθες.

Καρδιά ξέρω πως χτύπαγε

λέγοντας το όνομά μου

για αυτό και εγώ σε έφερα

Γέρων εδώ σιμά μου.

Περπάτησες δια της στενής

οδού και τεθλιμμένης

και με ουράνια ορθάνοικτα

Μάνα γλυκιά προσμένει.

Η Χάρις σαν εσκήνωσε

μέσα εις την καρδιά σου

ρίζωσε τότε αιώνια

μέσα στα εσσώψυχά σου.

Η πύλη του παράδεισου

είναι εδώ μπροστά σου

έχεις κλειδιά, σου τα έδωσα

πριν χρόνια, είναι δικά σου.

Μονής κλειδιά κρατάς Ιωσήφ

χρυσό έχεις αντικλείδι

της πύλης του παράδεισου

αιωνίου ζωής ταξίδι…»

Μνάσων, ο αρχαίος μαθητής

Πηγή: diakonima

Report