Σήμα κατατεθέν στην παραγωγή του κάθε φούρνου. Αν και δεν έχει κατοχυρωμένη ονομασία προέλευσης, καθιερώθηκε με την ονομασία «κουλούρι Θεσσαλονίκης», γιατί ξεκίνησε να παρασκευάζεται στη Θεσσαλονίκη από πρόσφυγες που ήρθαν από τις χαμένες πατρίδες.
Η ιστορία του ξεκινάει την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και εμφανίζεται κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Η λέξη κουλούρι προέρχεται από τη βυζαντινή λέξη «κολλίκιον», που αναφέρεται σε πολλά βυζαντινά κείμενα. Το επάγγελμα του αρτοποιού-κουλουροποιού ασκούσαν κατά κύριο λόγο Έλληνες από την Ήπειρο. Η παράδοση λέει ότι το σχήμα της κεφαλής των Ηπειρωτών προέρχεται από το βάρος της τάβλας των κουλουριών που κουβαλούσαν στο κεφάλι τους οι πωλητές. Γνωστή είναι επίσης και η ευχή της ηπειρώτισσας μάνας προς το αγόρι της, η οποία με ένα χτύπημα στο κεφάλι έλεγε: «Άντε και στην Πόλη κουλουρτζής».
Από τα μεσάνυχτα οι τεχνίτες στους φούρνους που άναβαν με ξύλα ετοίμαζαν το προζύμι από μαγιά ψωμιού. Πριν ξημερώσει, τα κουλούρια ήταν έτοιμα και η μυρωδιά του ψημένου σησαμιού ήταν πειρασμός για κάθε περαστικό. Οι μικροπωλητές με τους ταβάδες στο κεφάλι ή με καλάθια ξεχύνονταν στους δρόμους από τα ξημερώματα και μέχρι τις 10-11 το πρωί ξεπουλούσαν.
Πολλές φυσικά είναι και οι αναφορές γύρω από το κουλούρι, τόσο στη λαϊκή μας παράδοση, «Κουλούρια πλάθει και ψωμιά κι η γειτονιά μυρίζει, σαν η ξυλένια φτυάρα του φουρνίζει ξεφουρνίζει και από τα χέρια του εμείς ψωμί ξεροψημένο τρώμε ζεστό και όμορφο Θεού ευλογημένο», όσο και στην ποίηση, όπου ένα από τα χαρακτηρίστηκα απόσπασμα είναι από παλιό ποίημα του Ανθολογίου της Β’ τάξης του Δημοτικού της δεκαετίας 60-70: «Κουλουρά, κυρ κουλουρά, τόση αν χάριζαν χαρά τα κουλούρια όλου του κόσμου, θάλεγα: – Δασκάλα, δώσμου όσα θες μηδενικά μυρωδάτα και γλυκά».
Στην Πόλη οι κουλουρτζήδες διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους με την ονομασία «κουλούρι Θεσσαλονίκης». Πολύ αργότερα, την ίδια ονομασία χρησιμοποιούσαν και οι κουλουρτζήδες των Αθηνών, όταν έβγαιναν στις πλατείες με τις τάβλες στο κεφάλι. Έτσι, οι ίδιοι οι τεχνίτες, παραγωγοί και πωλητές προσδιόρισαν ιστορικά το τόσο διαδεδομένο σήμερα στην Ελλάδα κουλούρι Θεσσαλονίκης με το γνωστό σχήμα, το μπόλικο σησάμι και την τραγανή γεύση.
Οι διατροφικές αναζητήσεις του καταναλωτικού κοινού οδήγησαν σήμερα στο να κατασκευάζονται κουλούρια σε διάφορες παραλλαγές: γεμιστά, με σταφίδα, ολικής άλεσης κ. ά., κανένα όμως δεν φτάνει σε γεύση το απλό φυσικό κουλούρι με σουσάμι.
Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι το πολύ και καλής ποιότητας σουσάμι. Δεν περιέχει λιπαρές ουσίες και γι’ αυτό εκτός από τη διαιτητική προσέγγιση αποτελεί και νηστίσιμο προϊόν.
Η Διατροφική αξία του κουλουριού
Είναι ένα προϊόν νόστιμο και αγνό, μιας και για την παρασκευή του χρησιμοποιείται αλεύρι, αλάτι, νερό, σουσάμι και μαγιά. Στη σύγχρονη κοινωνία η ευαισθητοποίηση του καταναλωτή σε θέματα υγιεινής διατροφής είναι υψηλή. Ο μοντέρνος τρόπος ζωής οδηγεί τον άνθρωπο στην αναζήτηση φυσικών διατροφικών αγαθών, με ταυτόχρονη επιστροφή στις παραδοσιακές γεύσεις. Στα πλαίσια αυτής της τάσης, αλλά και της αντικειμενικής άποψης ότι οι παραδοσιακές γεύσεις είναι οι πλέον αγνές, οι σύγχρονοι διαιτολόγοι προτείνουν και εντάσσουν το κουλούρι στην καθημερινή μας διατροφή, καθώς έχει περίπου 85 θερμίδες.
Το κουλούρι Θεσσαλονίκης, λοιπόν, εκτός του ότι είναι ένα από τα πλέον παραδοσιακά προϊόντα της πόλης μας, που ξυπνά τις πιο γλυκές μνήμες των παιδικών μας χρόνων είναι και μία από τις πιο υγιεινές πηγές υδατανθράκων κι ενέργειας, που συμβάλλουν σημαντικά στην κάλυψη των ημερήσιων αναγκών του ανθρώπου. Δίνει στον οργανισμό ενεργητικότητα και ζωντάνια, για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της σύγχρονης έντονης καθημερινότητας. Μπορεί, δε, να αποτελέσει μια ιδανική επιλογή πρωινού, ενδιαμέσου σνακ στη δουλειά ή το σχολείο και γενικότερα μια υγιεινή επιλογή πριν ή και μετά από δραστηριότητες που απαιτούν ενέργεια και αντοχή, και όχι μόνο.
της Χριστίνας Καραμανίδου
Με πληροφορίες από το Σωματείο Αρτοποιών Θεσσαλονίκης «Προφήτης Ηλίας»
»»»»»» ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ ««««««