Γράφει η Αγγελική Ζολώτα, Καθηγήτρια – φιλόλογος
Το ψωμί, όλοι ξέρουμε, είναι βασική τροφή. Όλα μπορεί να τα βαρεθούμε – το ψωμί ποτέ. Στο χωριό μου τα χρόνια εκείνα όλοι ζύμωναν, φυσικά. Οι φούρνοι ήρθαν αργότερα.
Μέχρι το 1972, που υπηρετούσαμε – ο άντρας μου Λουκάς Κούσουλας κι εγώ- στην Ελάτεια Λοκρίδας, τρώγαμε ψωμί που μας φίλευαν οι νοικοκυρές ολόγυρα (η κουνιάδα μου και άλλες…)
Το 1972 μετάθεση στην Αγία Παρασκευή (Αθήνα) και έπεσα φυσικά στο ψωμί του φούρνου, με το οποίο όμως ποτέ μου δεν συμφιλιώθηκα.
Έπειτα από μερικά χρόνια έφερα προζύμι από το χωριό και άρχισα να ζυμώνω. Γύρω στα 1980 είχαν οι φούρνοι απεργία διαρκείας, εγώ όμως- τι καλά!- δεν τους είχα ανάγκη!
-Κυρία δεν Βρίσκουμε ψωμί! Μου έλεγαν εκείνες τις μέρες οι μαθητές μου (Αγία Παρασκευή, Αθήνα).
Κι εγώ κατέβασα την φαεινή ιδέα:
-Παιδιά ανοίξτε ένα τετράδιο!
Και τους έγραψα τον τρόπο να ζυμώνεις, και μερικές μανάδες, άρχισαν- όπως οι ίδιες μου έλεγαν αργότερα να κάνουν πότε πότε και ψωμί δικό τους.
Τα τελευταία χρόνια οργανώθηκα ακόμα πιο πολύ:
Ζυμώνω μπόλικο ψωμί- δύο ταψιά- το ψήνω στην ηλεκτρική κουζίνα μου και όταν κρυώσει τελείως το κόβω σε μεγάλα κομμάτια, τα κλείνω σε πλαστικά σακουλάκια και έπειτα στην κατάψυξη. Και κάθε πρωί κατεβάζω ένα κομμάτι να ξεπαγώνει κτλ.
-Πολύ ωραίο είναι το ψωμί σου, όμως πότε πότε να παίρνεις και κανένα φρατζολάκι από το φούρνο! Έτσι για ποικιλία, για αλλαγή!
Είπε ο άντρας μου.
Εγώ σπάνια έδειχνα υπακοή!
Τον τελευταίο καιρό (Δεκέμβριος 2005) επέμεινε ιδιαίτερα:
-Μα γιατί δεν παίρνεις ένα φρατζολάκι; Τόσο σπουδαίο είναι τέλος πάντων;
Ήταν Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου. Εγώ εκείνο το πρωί είχα πολλή δουλειά στο σπίτι, δεν είχα έξοδο- κάτι που γίνεται σχεδόν κάθε μέρα
-Βγαίνω! μου λέει ο άντρας μου κατά τις δέκα και μισή.
Στην πιο πολυτελή καφετέρια της γειτονιάς μας, στο Φλό-Καφέ, συγκεντρώνεται η παρέα- όλοι φιλόλογοι και πολύ διαβαστεροί- και λένε… λένε… Δεν ξέρω τι λένε.
Επειδή εκείνες τις μέρες με είχε ζαλίσει ιδιαίτερα με το ψωμί του φούρνου:
-Όταν θα επιστρέψεις, του είπα, πάρε από το φούρνο ένα ψωμί και απ’ τα ψιλικά δίπλα, όπου θα πάρεις την εφημερίδα σου, ένα λίτρο γάλα. Σου τα ‘γραψα και στο χαρτί, ορίστε! Του είπα.
Ψωμί, γάλα, εφημερίδα!
-Ωραία! είπε (για το ψωμί).
Βάζει το χαρτί στη τσέπη και φεύγει.
Στη μιάμιση βάζω πάνω στο τραπέζι κατσαρόλα με ψαρόσουπα. Έρχεται ο άντρας μου κουνώντας μια πλαστική τσάντα, βγάζει το παλτό, πλένει τα χέρια…
Στρώνεται! Κοιτάζω στην τσάντα: Η Εφημερίδα και το γάλα.
-Που είναι το ψωμί; είπα εγώ, που φυσικά εκείνο το πρωί δεν είχα κατεβάσει κομμάτι από την κατάψυξη.
-Πω – πω, το ξέχασα! Είπε και με κοίταξε (Αυτό πια και αν ήταν!)
-Μα μόνο τρία πράγματα ήταν! Σου τα ‘γραψα και στο χαρτί!
Κι όσο για το ψωμί του φούρνου, τον τελευταίο καιρό…
Αυτός έσκυψε στο πιάτο
-Τουλάχιστον, είπε, έχεις να δώσεις μια- δύο φρυγανιές;
-Μα έμεινα και εγώ χωρίς ψωμί! Και οι φρυγανιές δεν μου αρέσουν!
-Όλα τα έκαμα! Είπε πάλι- (Ποια όλα;). Μόνο που δεν έφερα ψωμί.. (Δεν ξέρω γιατί, θυμήθηκα τα παρακάτω:
Στο μυθιστόρημα «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» ο συγγραφέας Γιάροσλαβ Χάσεκ έχει κάπου το εξής περιστατικό: ένας λοχαγός έχει σαν ορντινάτσα- υπηρέτη- στο σπίτι του το στρατιώτη Σβέικ.
Μια μέρα:
-Σβέικ! Του λέει, εγώ θα λείψω τρεις τέσσερις μέρες σε γυμνάσια. Εσύ εδώ στο σπίτι να κάμεις αυτό.. να προσέχεις εκείνο (κτλ.) και πάνω απ’ όλα να προσέχεις το αγαπημένο μου καναρίνι.
Είδες ο γάτος πως το κοιτάζει λαίμαργα, πως το τριγυρίζει, και αν του δινόταν η ευκαιρία, μια μπουκιά θα το έκανε το ωραίο καναρίνι μου!
-Μην ανησυχείτε, κυρΛοχαγέ μου! Θα είμαι πολύ προσεκτικός!
Πέρασαν τρεις τέσσερις μέρες, επιστρέφει ο Λοχαγός, μπαίνει κουρασμένος μεσ’ στο σπίτι, ρωτάει με αγωνία:
-Σβέικ, τι γίνεται; Όλα εντάξει εδώ μέσα;
-Ναι κύριε Λοχαγέ! Όλα εντάξει! Μόνο που ο γάτος και το καναρίνι… είπα να τα
συμφιλιώσω αυτά τα δύο, τα ‘βαλα μαζί… Όλα εντάξει, όλα! Μόνο που ο γάτος έφαγε το καναρίνι!…)
Αντιγραφή για το «Σπιτάκι της Μέλιας»
Αγνάντα Άρτας – Τριμηνιαίο όργανο της Αδελφότητας Αγναντιτών – Οκτώβριος -Νοέμβριος -Δεκέμβριος 2018, Αρ. Φύλλου 205
Εικόνα από: Pinterest
»»»»»» ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ ««««««