Ὁ Αὔγουστος κόντευε νά τελειώσει.
Οἱ μέρες ἦταν πιά μετρημένες γιά τήν ἀναχώρηση, καί οἱ προετοιμασίες ἀπαιτοῦσαν διάφορες δουλειές καί δραστηριότητες, πού -ἀσυνήθιστο γιά τίς ἀντοχές της- τῆς φαίνονταν, τώρα κουραστικές.
Συγχρόνως, καί τά συναισθήματά της, ἐκεῖ στό βάθος τῆς ψυχῆς της, εἶχαν ἀρχίσει, λές, νά πλέκουν ἕνα βαρύ καί μπερδεμένο κουβάρι.
Ἡ ἱκανοποίηση καί ἡ χαρά πού εἶχαν ἀρχικά πλημμυρίσει, ὄχι μόνο τόν ἄμεσα ἐνδιαφερόμενο, τόν δεκαοκτάχρονο γιό της, ἀλλά ὁλόκληρη τήν οἰκογένεια, γιά τήν μεγάλη του ἐπιτυχία νά γίνει δεκτός γιά σπουδές μέ ὑποτροφία σ’ ἕνα ἀπό τά καλύτερα Πανεπιστήμια τῆς Ἀμερικῆς, σιγά-σιγά, εἶχαν κάπως ξεθωριάσει μέσα της.
Καί πολλές σκέψεις στενόχωρες ἔβρισκαν τήν εὐκαιρία, κυρίως μέσα στήν σιωπή τῆς νύχτας, νά τρυπώσουν στόν νοῦ της καί νά θρονιαστοῦν ἐκεῖ γύρω στά μηνίγγια της.
Προσπαθοῦσε νά μήν δείχνει τό πρόβλημά της στούς δικούς της, ἐπιστρατεύοντας ὅση ψυχραιμία μποροῦσε, μέ στήριγμα τήν ἤρεμη καί πολύ θετική συμπεριφορά πού εἶχε πάντα ὁ ἄνδρας της.
Γευόταν ἀχόρταγα τίς σταλαγματιές χαρᾶς ἀπό τό φωτεινό χαμόγελο τοῦ παιδιοῦ της καί ἀπό τήν αἰσιοδοξία πού ἔλαμπε στό βλέμμα του, κάθε φορά πού μιλοῦσε γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ στόχου πού εἶχε βάλει ἀπό νωρίς στήν διάρκεια τῆς μαθητικῆς του ζωῆς.
Ὅμως…
Μερικές φορές, ὁ γιός της -σάν νά διαισθανόταν ὅτι κάτι στενόχωρο τήν ἀπασχολοῦσε- καί προσπαθοῦσε μ’ ἕνα ἀστεῖο ἤ ἕνα πείραγμα, νά τήν προκαλέσει σέ διάλογο πού θά τῆς ἄλλαζε τήν διάθεση, θά τήν ἔκανε νά γελάσει.
Ἔτσι, μιά μέρα τῆς εἶπε:
– Ξέρεις, μάνα, τί ἔμαθα γιά τό Πανεπιστήμιο πού θά πάω;
– Τί, παιδί μου, ρώτησε ἐκείνη μέ λαχτάρα.
– Νά, ὅτι μπορεῖς νά ντύνεσαι καί νά κουρεύεσαι ὅσο πιό τρελά μπορεῖς…
– Ἔ… δέν εἶναι καί πολύ κακό αὐτό, ἀπάντησε ἐκείνη ὅσο πιό ψύχραιμα μποροῦσε.
– Τότε λοιπόν… θά σᾶς ἔρθω τά Χριστούγεννα μέ τό μισό μου κεφάλι ξυρισμένο γουλί, τό ἄλλο μισό μέ μακρύ μαλλί ὥς τόν ὦμο κι ἕνα κρεμαστό σκουλαρίκι στό ἕνα μου αὐτί. Τί θά μοῦ πεῖς τότε; Μοῦ λές; ρώτησε ἐκεῖνος μ’ ἕνα πονηρό χαμογελάκι.
– Τί θά σοῦ πῶ, τί θά σοῦ πῶ;… ἔκανε ἐκείνη τάχα πώς σκεφτόταν. Ἔνιωθε ὅτι τήν πείραζε καί ὅτι περίμενε πώς θά τοῦ ἔλεγε κάτι σάν: «Τί εἶναι αὐτά πού λές παιδάκι μου; Μή, γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ…».
Θέλησε, λοιπόν, νά τόν ξαφνιάσει κι ἐκείνη καί τοῦ εἶπε μ’ ἕνα -ἐπίσης με γεμᾶτο νόημα- χαμόγελο:
– Θά σοῦ πῶ…, μμμ, … ἄς πρόσεχες! Ναί, αὐτό θά σοῦ πῶ. Ἄς πρόσεχες! Δικό σου εἶναι τό κεφάλι, δικά σου εἶναι καί τ’ αὐτιά. Ἄν δέν τά προσέχεις ἐσύ, κοτζάμ ἄντρας, ποιός θά στά προσέχει, ἔ;
Κι ἀγκαλιάζοντάς την, ξέσπασαν μαζί σέ ἀσυγκράτητα γέλια.
Ὅμως τίς νύχτες πού, μέ τήν σιωπή καί τήν ἄϋπνία, ἔμοιαζαν ἀτελείωτες, οἱ μπερδεμένες σκέψεις, γεμάτες ἐρωτηματικά καί ἀνησυχία, ξαναγύριζαν ἀμείλικτες.
Μιά τέτοια νύχτα ἦταν πού ὁ ἄνδρας της σκεπτικός -καθώς ἀπό μέρες παρακολουθοῦσε τό ἄυπνο, χλωμό της πρόσωπο περιμένοντας τό πότε θά θελήσει ἐκείνη νά τοῦ μιλήσει γιά ὅσα τήν ἀπασχολοῦσαν- τήν ρώτησε ἥσυχα:
– Θέλεις νά μοῦ ἀνοίξεις ἀπόψε τήν καρδιά σου; τί σέ βασανίζει;
– Δέν ἤθελα νά σέ στενοχωρήσω… ἀλλά θά σοῦ πῶ, γιατί δέν ἀντέχω ἄλλο…, ψιθύρισε ἐκείνη. Νά… ἀναρωτιέμαι μήπως κάνουμε μεγάλο λάθος πού θ’ ἀφήσουμε ἕνα δεκαοκτάχρονο παιδί νά πάει μόνο του τόσο μακριά.
Ἐκεῖ δέν ἔχει ἕνα συγγενῆ ἤ ἔστω, ἕνα οἰκογενειακό γνωστό, γιά νά ζητήσει βοήθεια σέ μιά ὥρα ἀνάγκης. Ἔπειτα εἶναι καί τόσοι οἱ κίνδυνοι πού παραμονεύουν. Κακές συνήθειες, ναρκωτικά.
Θά μπορέσει ἄραγε νά φυλαχτεῖ καί νά προστατέψει τόν ἑαυτό του; Μήπως κάνουμε μεγάλο λάθος; εἶπε πάλι καί σώπασε, περιμένοντας τήν ἀπάντηση τοῦ ἄνδρα της.
Ἐκεῖνος πῆρε τό χέρι της μέσα στά δικά του, τήν κοίταξε μ’ ἕνα βλέμμα γεμᾶτο κατανόηση καί τήν ρώτησε:
– Δέν μοῦ λές; Πιστεύεις στόν Θεό;
– Μά βεβαίως, πιστεύω, ἀπάντησε ἐκείνη ξαφνιασμένη.
– Ἔ, ἅμα πιστεύεις στόν Θεό, ξέρεις καλά πώς ὁ γιός μας δέν εἶναι μόνο δικό μας παιδί. Εἶναι τό παιδί πού μᾶς τό ἐμπιστεύθηκε Ἐκεῖνος, γιά νά τό μεγαλώσουμε, νά τοῦ προσφέρουμε ὅ,τι καλύτερο μποροῦμε, νά τοῦ δώσουμε ρίζες καί φτερά γιά νά ἐκπληρώσει τά ὄνειρά του καί νά γίνει ἕνας καλός ἄνθρωπος, χρήσιμος στούς συνανθρώπους του καί στήν κοινωνία.
Εἶναι, ξαναλέω, καί δικό Του παιδί… Ἐκεῖνος μᾶς τό χάρισε. Ἔλα, λοιπόν, νά προσευχηθοῦμε καί νά Τόν παρακαλέσουμε νά τόν προστατεύει μέ τήν Θεία Του Πρόνοια ἐκεῖ πού θά βρίσκεται.
Ἔλα… Προσευχήσου μέ τήν καρδιά σου. Προσευχήσου στήν Μεγάλη Μάνα, τήν Παναγιά μας, νά βοηθάει ὅλα τά παιδιά μας πού ξενητεύονται. Κάνε τήν προσευχή σου, κάνε τόν σταυρό σου καί πέσε ἤρεμη νά κοιμηθεῖς…
Ἔτσι κι ἔγινε, μέσα στήν σιωπή ἐκείνης τῆς εὐλογημένης κι ἀξέχαστης νύχτας. Ἔτσι κι ἔγινε, μέσα στήν σιωπή ἐκείνης τῆς εὐλογημένης κι ἀξέχαστης νύχτας.
Μερόπη Ν. Σπυροπούλου, Ὁμ. Καθηγήτρια Παν/μίου Ἀθηνῶν,
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας»,
Μηνιαῖο περιοδικό Ἑλληνορθόδοξης Μαρτυρίας, Χριστιανική Στέγη Καλαμάτας, Ἔτος 50ο – Αὔγουστος – Σεπτέμβριος 2016 – Τεῦχος 511
»»»»»» ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ ««««««