in

Τα Σεπτεμβριανά όπως τα έζησε η Σοφία Καπτάν (Kαπετανίδη-Πλακούδη)

Τα Σεπτεμβριανά όπως τα έζησε η Σοφία Καπτάν (Kαπετανίδη-Πλακούδη)

Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη σε μια γειτονιά, όπου Έλληνες και Τούρκοι ζούσαν ειρηνικά και αγαπημένοι μέχρι εκείνη τη νύχτα στις 6 Σεπτεμβρίου 1955.

Ήμουν μικρό παιδάκι αλλά μέχρι να πεθάνω δε θα ξεχάσω. Κάθε χρόνο την ίδια μέρα είναι σαν να τα ζω ξανά. Ήταν ένα φθινοπωρινό βραδάκι οκτώ το βράδυ.

Με τη μητέρα μου καθόμασταν στο μπαλκόνι και περιμέναμε τον πατέρα μου να έρθει από τη δουλειά (είχε ζαχαροπλαστείο και ερχόταν στις εννιά).

Ξαφνικά βλέπουμε πολύ κόσμο να περνάει με τούρκικες σημαίες. Η γειτόνισσα από απέναντι, που ήταν Τουρκάλα, μας λέει να κρεμάσουμε τη σημαία και να μην φοβόμαστε. Η μητέρα μου κρέμασε τη σημαία.

Ακόμη δεν είχαμε καταλάβει τίποτα, αλλά βλέπαμε ότι ο κόσμος πηγαινοερχόταν φορτωμένος με διάφορα εμπορεύματα. Στις εννιά ήρθε και ο πατέρας μου και λέει στη μητέρα μου να φύγουμε.

Δεν πρόλαβε να το πει και ξαφνικά ακούμε στα τουρκικά κάποιον να λέει: «αυτό είναι το σπίτι του ζαχαροπλάστη».

Την ίδια στιγμή με ένα μακρύ σίδερο σπάζουν τα τζάμια (ήμασταν στον πρώτο όροφο).

Με παίρνουν αγκαλιά οι γονείς μου και τρέχουν από τις σκάλες προς την ταράτσα του τετραόροφου σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή ακούμε να σπάζουν την εξώπορτα του σπιτιού, να τρέχουν και να ανεβαίνουν τις σκάλες.

Οι δικοί μου ανεβαίνουν στην ταράτσα και περνάνε στο διπλανό σπίτι, όπου ζούσαν Τούρκοι εκεί ας είναι καλά και μας κρύβουν αυτοί. Εγώ είχα τρομάξει και συνέχεια έκανα εμετό.

Σε λίγο έρχεται ο άνδρας της γειτόνισσας από απέναντι, που μας είχε πει να βάλουμε σημαία, ο οποίος ήταν αξιωματικός του τουρκικού στρατού και μας παίρνει στο σπίτι του.

Εκεί είχε φέρει και έναν διάκο, τον οποίο είχε βρει να τον σέρνουν στον δρόμο από τα γένια του. Αυτός έβγαλε το όπλο του και τους απάντησε ότι θα τον σκοτώσει και έτσι τον έσωσε και τον έφερε στο σπίτι του.

Από το παράθυρο βλέπαμε ότι ήρθε ένα δεύτερο μπουλούκι, όπως λέγαμε εμείς οι Πολίτες, και άρχισαν να πετάνε με μανία ό,τι είχε απομείνει από το σπίτι μας.

Το πρωί, όταν ηρέμησαν τα πράγματα, περάσαμε από το σπίτι μας. Αυτό που αντικρύσαμε εκεί δεν περιγράφεται. Δεν είχε μείνει τίποτα.

Όλα ήταν σπασμένα. Τζάμια, πλακάκια, έπιπλα, ρούχα κομματιασμένα και φυσικά ό,τι πολύτιμο υπήρχε το πήραν.

Μέχρι και τις ταυτότητές μας. Με λίγα λόγια, το διαμέρισμα ήταν τέσσερις τοίχοι και κάτω όλο μικρά κομμάτια από τα σπασμένα.

Πήγαμε μετά στο μαγαζί του πατέρα μου. Όλος ο δρόμος ήταν γεμάτος πεταμένα γλυκά και φυσικά όλα σπασμένα.

Μετά η γιαγιά μου ήθελε να πάμε στο νεκροταφείο να δούμε τον τάφο του παππού. Αφού περάσαμε μέσα από την αγορά, πατώντας επάνω σε ψάρια, κρέατα και ό,τι μπορείτε να φανταστείτε, πήραμε το τραμ και πήγαμε στο νεκροταφείο.

Και μόλις κατεβήκαμε από το τραμ φρίκη… Στη μέση του δρόμου ήταν ένα πτώμα, ξαπλωμένο, με ένα μαχαίρι στην πλάτη καρφωμένο.
Πώς να ξεχάσω αυτή τη σκηνή…
Όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Μέσα στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου είχαν πριονίσει τις εικόνες και τις είχαν κάψει. Είχαν σπάσει τους τάφους, είχαν βγάλει τα οστά και τα είχαν πετάξει.

Σκηνές φρίκης. Τέτοια μανία είχαν, τέτοια βαρβαρότητα!

Και κάτι που πρέπει να αναφέρω· ο Διάκος που έσωσε εκείνο το βράδυ ο Τούρκος αξιωματικός αρρώστησε μετά τα γεγονότα και πέθανε από τον τρόμο που πέρασε. Ήταν μόνο τριάντα χρόνων.

H Σοφία Καπτάν (Καπετανίδη-Πλακούδη) ήταν τότε πέντε χρονών. Σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη με τον σύζυγό της, τα παιδιά και τα εγγόνια της και θυμάται…

Εύχεται κανένα παιδί να μη ζήσει τέτοιες εμπειρίες.

Πηγή: oikohouse

Report