in , , ,

Βαρβάρα Τσερνόβα: «Και τώρα, όταν βλέπω ένα κομμάτι ψωμί πεταμένο, ένας κόμπος με πιάνει στον λαιμό μου»

Βαρβάρα Τσερνόβα: «Και τώρα, όταν βλέπω ένα κομμάτι ψωμί πεταμένο, ένας κόμπος με πιάνει στον λαιμό μου»

Βαρβάρα Τσερνόβα: «Και τώρα, όταν βλέπω ένα κομμάτι ψωμί πεταμένο, ένας κόμπος με πιάνει στον λαιμό μου»

Η Βαρβάρα Τσερνόβα στη συναυλία αφιερωμένη στη Νίκη στον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο Γνώρισα τη Βαρβάρα Τσερνόβα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι εθελοντές έφερναν τρόφιμα και φάρμακα στους ηλικιωμένους και τους βετεράνους στα σπίτια τους. Μια μέρα, οι εθελοντές επισκέφθηκαν πρώην κρατούμενους στρατοπέδων συγκέντρωσης. Πήγαμε τ’ απαραίτητα πράγματα και στη Βαρβάρα Εγκόροβνα. Προς έκπληξή μας, εκείνη περίμενε τους επισκέπτες. Μόλις περάσαμε το κατώφλι της ξύλινης πύλης, άρχισε να μας καλεί στο σπίτι, ένα ωραίο τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο, για να πιούμε τσαι όλοι μαζί.

Σήμερα η κυρία Βαρβάρα είναι 95 ετών. Διαχειρίζεται το νοικοκυριό της μόνη της, καλλιεργεί τον λαχανόκηπό της, φυτεύει λαχανικά και μαζεύει τη «σοδιά». Στην όμορφη αυλή, κοντά στο ξύλινο σπιτάκι, η Βαρβάρα με πολλή διάθεση μοιράζεται με τους εθελοντές τις αναμνήσεις της νιότης της, που δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ευτυχισμένη….

Η Βαρβάρα ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας Σουχάνοφ και μετά από αυτήν γεννήθηκε το τέταρτο παιδί στην οικογένεια. Στην περιοχή του Μπαζάρνι Καραμπουλάκ της περιφέρειας του Σαράτοφ, ο πατέρας της εργαζόταν ως οδηγός ατμομηχανής. Η μητέρα της, την οποία η Βαρβάρα θυμάται με ιδιαίτερη ζεστασιά κι ευγνωμοσύνη, ήταν μια απλή εργάτρια, που εργαζόταν σ’ ένα κολχόζ.

«Τι είναι διακοπές ή ρεπό η μητέρα μου δεν ήξερε. Δούλευε στα χωράφια του κολχόζ, φροντίζοντας την οικογένεια και το αγροτικό νοικοκυριό, χωρίς το οποίο ήταν αδύνατο να ζήσει μια πολύτεκνη οικογένεια. Δεν υπήρχε στιγμή που η μαμά να μην ήταν απασχολημένη με τις δουλειές του σπιτιού, το τάισμα των ζώων, το καθάρισμα του υπόστεγου, το άρμεγμα της αγελάδας…. Και όλ’ αυτά τα έκανε νωρίς το πρωί, πριν πάει στη δουλειά στο κολχόζ, όπου η εργασία δεν ήταν μηχανοποιημένη, αλλά χειρωνακτική και πολύ σκληρή. Πώς προλάβαινε; Θυμάμαι ότι ποτέ δεν παραπονέθηκε για τη μοίρα της ως γυναίκα, ποτέ δεν παραπονέθηκε ότι η ζωή ήταν δύσκολη. Εμείς, τα παιδιά, το θεωρούσαμε δεδομένο τότε. Και, φυσικά, βοηθούσαμε», λέει η Βαρβάρα.

Ο μπαμπάς και ο Βάνια χάθηκαν στον πόλεμο, αγνοούμενοι

Το 1930, ο νέος τόπος κατοικίας της οικογένειάς της έγινε μια πόλη στην περιοχή του Λένινγκραντ μ’ ένα υπέροχο όνομα -Τσούντοβο- (από τη λέξη «τσούντο», που σημαίνει το «θαύμα» – Σ.τ.Μ.). Δικαιολόγησε πλήρως το όνομα της. Μια θαυμάσια περιοχή, με θαυμάσιους ανθρώπους. Και η νεοαφιχθείσα οικογένεια ήλπιζε σε μια καλύτερη ζωή.

Ο πόλεμος, όμως, κατέστρεψε τα όνειρά τους. Ο πατέρας και ο μεγαλύτερος αδελφός της Βαρβάρας πήγαν στο μέτωπο τις πρώτες μέρες του πολέμου.

«Εξακολουθώ να εκπλήσσομαι με την αντοχή της μητέρας μου, με το πόσο κουράγιο είχε, όταν τους αποχαιρετούσε στην πλατφόρμα. Πόση ώρα δεν μπορούσε να σταματήσει να κρατάει αγκαλιά τους αγαπημένους της ανθρώπους, σαν να συνειδητοποιούσε ότι δεν θα τους ξανάβλεπε ποτέ». Η φωνή της Βαρβάρας άρχισε να τρέμει, αλλά βρήκε τη δύναμη και συνέχισε να διηγείται την ιστορία της. «Περιμέναμε με ανυπομονησία τα νέα από τον πόλεμο. Λάβαμε μόνο από ένα γράμμα από τον μπαμπά και τον αδελφό μου, από τον δρόμο για το μέτωπο, και τίποτε άλλο… Ο μπαμπάς και ο Βάνια χάθηκαν στον πόλεμο, αγνοούμενοι.

Είναι αδύνατο να το ξεχάσεις

Το 1941 η Βαρβάρα τελείωσε την τρίτη τάξη, ήταν 12 ετών τότε. Την ίδια χρονιά το Λένινγκραντ πολιορκήθηκε, η πόλη πέθαινε από την πείνα, αλλά, αντιστεκόμενη απεγνωσμένα, δεν παραδόθηκε στον εχθρό. Δύο χρόνια ζωής στην κατοχή, ζωής εξευτελισμού, δύο χρόνια συνεχούς φόβου για την ίδια και τους αγαπημένους της, δύο χρόνια στέρησης.

«Δεν μπορώ να σας το εκφράσω με λόγια, εύχομαι να μην το βιώσει κανείς. Επιβιώναμε όπως μπορούσαμε», περιέγραψε με λίγες φράσεις η Βαρβάρα αυτήν την περίοδο ζωής της οικογένειας Σουχάνοφ.

Το 1943 άρχισαν οι συλλήψεις. Συνελάμβαναν τους επιζώντες κατοίκους της πόλης, για να τους στείλουν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία. Τη νύχτα οι Ναζί εισέβαλλαν στα σπίτια κι έπαιρναν όλη την οικογένεια. Δεν υπήρχε πουθενά να κρυφτούν. Συχνά, κατά τη διάρκεια της φόρτωσης, τα μέλη μιας οικογένειας βρίσκονταν όχι μόνο σε διαφορετικά βαγόνια, αλλά και σε διαφορετικά τρένα. Οι άνθρωποι χάνονταν. Ο αέρας αναμειγνυόταν με κραυγές, κλάματα, σκυλιά που γαύγιζαν κι φωνασκίες των Ταγμάτων Ασφαλείας… Η οικογένεια Σουχάνοφ ήταν «τυχερή»: Η μητέρα τους, η αδελφή τους, ο μικρότερος αδελφός τους και η Βαρβάρα βρέθηκαν στο ίδιο βαγόνι. Το τρένο τούς πήγε στο τρομερό άγνωστο…

Έφτασαν στην Εσθονία, στην πόλη Βαλγά, σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Πέρασαν εκεί τέσσερις μήνες και μετά τους πήγαν σε άλλο στρατόπεδο, στη Ρίγα, όπου ένα γεγονός χαράχθηκε στη μνήμη της.

«Δεν ήταν η πείνα, η οποία ήταν συνεχής. Δεν ήταν το κρύο, παρότι τον χειμώνα δεν υπήρχε θέρμανση στους στρατώνες, τόσο που τα μαλλιά πάγωναν στις κουκέτες, ενώ άλλες φορές ήμασταν όλοι στριμωγμένοι σ’ έναν κοινό σωρό και ζεσταινόμασταν από τα ίδια μας τα σώματα. Ούτε το ξύλο και ο εξευτελισμός. Όχι. Ήταν ο θάνατος του μικρού μου αδελφού, που χαράχθηκε στη μνήμη μου. Το 1943 ο μικρότερος αδελφός μου, ο Ανατόλι, πέθανε από την πείνα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Δεν είχα καν τη δύναμη να τον κλάψω», λέει η Βαρβάρα.

Η αίσθηση του χρόνου χάθηκε. Οι κρατούμενοι οργανώθηκαν σε φάλαγγες και οδηγήθηκαν πεζοί σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Πολωνία. Μετά στη Δυτική Πρωσία, στην πόλη Ντάνζιγκ, όπου η Βαρβάρα, η μητέρα της και η αδελφή της εργάζονταν σ’ ένα εργοστάσιο επισκευής βαγονιών.

Αν κάποιος σκόρπιζε κατά λάθος κάποιο κάρβουνο, αμέσως έτρωγε ξύλο από μια ράβδο ή ένα μαστίγιο στην πλάτη του

«Μπροστά μου υπήρχαν τεράστια κουτιά με σωρούς από διάφορα εξαρτήματα, μπουλόνια, βίδες…. Τα ταξινομούσα. Έπρεπε να τα τακτοποιήσω σε διαφορετικά κουτιά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το σχήμα και το μέγεθός τους. Αν σ’ ένα κουτί βρισκόταν μια βίδα με λάθος μέγεθος, ολόκληρη η ομάδα εργατών τιμωρούταν. Τιμωρούταν με πείνα και ξυλοδαρμό. Εκτός από αυτήν τη δουλειά, φόρτωνα κάρβουνο σε βαγόνια. Ασχολούμασταν με το κάρβουνο για πολλές ώρες, χωρίς ξεκούραση. Ήταν χειμώνας, τα κομμάτια κάρβουνου ήταν παγωμένα και κολλημένα μεταξύ τους, με αποτέλεσμα ν’ αποτελούν τεράστιους όγκους που δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε. Δεν είχαμε τη δύναμη για να το σηκώσουμε καν κι έπρεπε επίσης να το ρίξουμε σε μεγάλη απόσταση. Αν κάποιος σκόρπιζε κατά λάθος κάποιο κάρβουνο, αμέσως έτρωγε ξύλο από μια ράβδο ή ένα μαστίγιο στην πλάτη του. Δεν ξεφόρτωνα μόνο κάρβουνο, έφταναν επίσης βαγόνια με κορμούς και στρωτήρες. Τα σηκώναμε όλοι μαζί, πλησιάζοντας από διαφορετικές άκρες. Ζεσταινόμασταν με μια αυτοσχέδια σόμπα. Ήταν ένα σιδερένιο βαρέλι με αναμμένα κάρβουνα. Κάποιες συγκεκριμένες ώρες ρίχναμε κάρβουνα μέσα στο βαρέλι. Τρεφόμασταν πολύ άσχημα. Μας χτυπούσαν για πλημμελή (κατά την άποψη των εχθρών) δουλειά. Μερικές φορές δεν μας έδιναν καν ψωμί. Και τώρα, όταν βλέπω ένα κομμάτι ψωμί πεταμένο, ένας κόμπος με πιάνει στον λαιμό μου», λέει με πόνο η Βαρβάρα.

Ένα μήνυμα ελευθερίας

Είναι δύσκολο για εμάς, που δεν έχουμε βιώσει ούτε ένα μέρος απ’ αυτά, να φανταστούμε αυτές τις τρομερές εικόνες. Η Βαρβάρα, όμως, θυμάται τα πάντα, θυμάται το τρομερό τρίξιμο των μεταλλικών θυρών, που άνοιγαν κι έκλειναν. Ήταν φούρνοι. Στην ουρά γι’ αυτές τις πόρτες στεκόταν και η Βαρβάρα μαζί με τη μητέρα της. Η Βαρβάρα δεν καταλάβαινε πού πήγαιναν οι γυμνοί άνθρωποι που έμπαιναν στο δωμάτιο. Γιατί μπήκαν τόσοι πολλοί μέσα, αλλά κανείς δεν ξαναβγήκε. Αλλά η μαμά δεν απαντούσε στις ερωτήσεις της.

«Ήταν μια μέρα του 1945. Η ουρά προχωρούσε αργά. Θυμάμαι ότι οι άνθρωποι ήταν μουδιασμένοι μέσα στη σιωπή. Νομίζω ότι τότε όλοι προσεύχονταν στον Θεό. Και ξαφνικά κάτι χάλασε και μας επέστρεψαν στους στρατώνες. Και το επόμενο πρωί ένα αεροπλάνο πέταξε πάνω από το στρατόπεδο, έκανε κύκλους από πάνω μας, και ξαφνικά ακούσαμε το τραγούδι «Εχ, ντουμπίνουσκα, ούχνεμ!» Δεν καταλάβαμε τίποτα, αλλά ήταν ένα μήνυμα ελευθερίας», λέει η ηλικιωμένη γυναίκα.

Τα ονόματα των παιδιών συμβολίζουν τη νίκη επί των θλίψεων του παρελθόντος και την ελπίδα για το καλύτερο

Οι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό μας και όλοι οι κρατούμενοι στάλθηκαν πίσω στην πατρίδα τους. Και η οικογένεια Σουχάνοφ στάλθηκε και πάλι στην περιοχή του Λένινγκραντ. Αλλά όχι για πολύ καιρό, το 1947 επέστρεψαν στην περιοχή του Σαράτοβ, στη γενέτειρά τους, το Μπαζάρνι Καραμπουλάκ. Εργάτες χρειάζονταν παντού, η χώρα αναγεννιόταν από τα ερείπια. Η Βαρβάρα έμαθε να οδηγεί τρακτέρ. Μετά τον γάμο της μετακόμισε στην περιοχή Νόβιε Μπουράσι και από το 1985 η οικογένεια Τσερνόφ ζει στο Ποκρόβσκ (νυν Ένγελς). Η Βαρβάρα έχει δύο παιδιά: Τον Βίκτορ (στα Λατινικά σημαίνει «νικητής» – Σ.τ.Μ.) και την Ναντέζντα (στα Ρώσικα σημαίνει «ελπίδα» – Σ.τ.Μ.), καθώς κι εγγόνια και δισέγγονα. Τα ονόματα των παιδιών συμβολίζουν τη νίκη επί των θλίψεων του παρελθόντος και την ελπίδα για το καλύτερο.

Τελειώνοντας την ιστορία της, η κυρία Βαρβάρα μάς ευχαριστεί ειλικρινά για την προσοχή μας. Και, αποχαιρετώντας μας, μας συμβουλεύει:

«Να ζείτε ειρηνικά με τους συγγενείς και τους φίλους σας, τότε όλα θα πάνε καλά. Να σας φυλάει ο Θεός».

Το άρθρο ετοιμάστηκε από τη Λιουντμίλα Πιταϊτσιούκ
Από τα Ρωσικά στα Ελληνικά μετέφρασε η Κατερίνα Πολονέιτσικ

Pravoslavie.ru

5/30/2024

»»»»»»  ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ  ««««««



Report