Κάθε Πάσχα όλοι οι χωρικοί πήγαιναν να πάρουν την ευχή του οσίου και από ένα κόκκινο αυγό. Ένας πήρε κρυφά ένα και στάθηκε στη σειρά, για να πάρει και δεύτερο από τα χέρια του οσίου.
Όταν έφτασε η σειρά του, ο όσιος Γέροντας δεν του έδωσε.
Ρώτησε:
– Εμένα, Γέροντα, γιατί δεν με δίνεις;
– Εσύ, του είπε, το πήρες μόνος σου, και του χαμογέλασε με νόημα.
Τίποτε δεν ξέφευγε από το άγρυπνο μάτι της ψυχής του.
Στον ίδιο άλλοτε χαμογελώντας του είπε:
«Κλέφτη, ε κλέφτη, στην Τουρκία τι έκλεψες»;
«Ναι, Γέροντα, έκλεψα. Μία γυναίκα έπλυνε τα σεντόνια της και τα άπλωσε. Πήγα κρυφά, τα έκλεψα, τα έραψα ρούχα και μετά τα μοίρασα σ’ εκείνους, που ήξερα πως δεν είχαν να φορέσουν».
Γι’ αυτό συχνά ο όσιος τον πείραζε, φωνάζοντάς τον κλέφτη.
Στον ίδιο κάποιος του έκανε ζημιά στα κτήματά του. Νευριασμένος μονολογούσε:
«Να δεις τι θα του κάνω, θα του κάψω τη θημωνιά».
Ήταν καιρός νηστείας, νήστευε και πήγαινε στο μοναστήρι να μεταλάβει. Στα μισά του δρόμου σκεφτόταν θυμωμένος τι τον έκανε ο άλλος και αυτός πώς θα τον τιμωρούσε.
Το καλοσκέφτηκε και μετανόησε:
«Εγώ τι κάνω; Πηγαίνω να κοινωνήσω και δεν μπορώ να τον συγχωρέσω, αλλά λέω θα του κάψω τη θημωνιά»;
Έτσι μετανοημένος έφθασε στον όσιο.
Μόλις πήγε να κοινωνήσει, ο όσιος Γέροντας του είπε:
«Παύλε, μέχρι τον μισό δρόμο άλλα σκεφτόσουν και ευτυχώς που το μετάνοιωσες».
Έμεινε άφωνος, μονολογώντας: «Τι δύναμη, να διαβάζει ακόμη και τις σκέψεις μου…».
Από το βιβλίο του Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη, ο «Όσιος Γεώργιος της Δράμας, 1901-1959», έκδοση Ιεράς Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα.
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας – Ο Άγιος των πτωχών και των πονεμένων» ΔΕΙΤΕ: >> ΕΔΩ
»»»»»» ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ ««««««